Μυανμάρ

Μυανμάρ
Κράτος της νοτιανατολικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΑ με την Κίνα, Α με το Λάος και την Ταϊλάνδη και Δ με το Μπανγκλαντές και την Ινδία. Βρέχεται Ν από τη Θάλασσα Ανταμάν και ΝΔ από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Aπό εδαφική άποψη, η Μ. ή Bιρμανία (παλαιότερη ονομασία που προέρχεται από την αρχαία σανσκριτική λέξη Mπάρμα) καταλαμβάνει το δυτικό τμήμα της Iνδοκίνας. Tα χερσαία σύνορά της στο βόρειο τμήμα διευθετήθηκαν το 1960 με την παραχώρηση από μέρους της Kίνας του λεγόμενου τριγώνου του Mενγκ Mανγκ σε αντάλλαγμα άλλων εδαφών. Τα σύνορα αντιστοιχούν γενικά στις υδροκριτικές γραμμές και προσδίδουν στη χώρα μια σχετική γεωγραφική ενότητα, η οποία επιτρέπει τη διάκριση μιας βιρμανικής περιοχής από την υπόλοιπη Iνδοκίνα. Πρέπει να σημειωθεί πως πολλά κράτη, μεταξύ των οποίων και οι ΗΠΑ, δεν έχουν αναγνωρίσει την αλλαγή της ονομασίας της Μ. το 1989 και εξακολουθούν να αναφέρονται στη χώρα με την παλαιό της ονομασία.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 διαμερίσματα. Τα επτά από αυτά αποτελούν περιοχές που ανήκουν στη βιρμανική εθνολογική ομάδα και είναι τα εξής (σε παρένθεση η τοπική ονομασία και οι πληθυσμοί σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2000): Αϊεϊρουάντι (Ayeyarwady, 6.779.000), Γιανγκούν (Yangon, 5.560.000), Μαγκουέ (Magway, 4.548.000), Μανταλέι (Mandalay, 6.574.000), Μπαγκό (Bago, 5.099.000), Σαγκέινγκ (Sagaing, 5.488.000) και Τανινταρί (Tanintharyi, 1.356.000). Τα υπόλοιπα επτά είναι κράτη που ανήκουν στις εθνικές μειονότητες της χώρας: Καγιάχ (Kayah, 266.000), Καγίν (Kayin, 1.489.000), Κατσίν (Kachin, 1.272.000), Μον (Mon, 2.502.000), Ρακίν (Rakhine, 2.744.000), Σαν (Shan, 4.851.000) και Τσιν (Chin, 480.000).Σύμφωνα με το σύνταγμα του 1948, η Bιρμανική Ένωση, όπως ονομαζόταν τότε η χώρα (Mιάνμα-Nαϊνγκάν-Nτάου), είναι ομοσπονδία που αποτελείται από την καθαυτή Μ. και από επτά κράτη των εθνικών μειονοτήτων της χώρας. H ομοσπονδιακή μορφή υιοθετήθηκε για να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις αυτονομίας των εθνικών μειονοτήτων, που ωστόσο δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ, έτσι που, τα περασμένα χρόνια, προτάθηκε το ενδεχόμενο να αντικατασταθεί η Bιρμανική Ένωση από μια συνομοσπονδία κρατών. Στην πράξη, οι πληθυσμοί των κρατών αυτών ήταν και είναι ακόμα σε κατάσταση ανταρτοπολέμου με την κεντρική κυβέρνηση, η οποία τους αντιμετωπίζει πότε διαλλακτικά και πότε με βία. Η Μ. βρίσκεται επί μεγάλη χρονική περίοδο υπό στρατιωτικό καθεστώς. Το πραξικόπημα οδήγησε σε ντε φάκτο διακυβέρνηση της χώρας από το Συμβούλιο Αποκατάστασης του Νόμου και της Τάξης (ΣΑΝΤ), που το 1997 αντικαταστάθηκε από το Συμβούλιο Ειρήνης και Ανάπτυξης (ΣΕΑ). Η νομοθετική και η εκτελεστική λειτουργία από το 1988, όταν τα ηνία της χώρας ανέλαβε η στρατιωτική χούντα, ουσιαστικά ασκήθηκε από το ΣΑΝΤ έως το 1997. Τον Νοέμβριο του 1997 το ΣΑΝΤ παραχώρησε τη θέση του στο ΣΕΑ, χωρίς καμία ουσιαστική διαφοροποίηση ως προς τη δομή του πολιτικού συστήματος.Ο σημαντικότερος πολιτικός σχηματισμός της Μ., εκτός του καθεστωτικού Συμβουλίου Ειρήνης και Ανάπτυξης (ΣΕΑ), είναι η αντιπολιτευόμενη Εθνική Λίγκα για τη Δημοκρατία (ΕΛΔ), που ιδρύθηκε λίγο πριν την εκδήλωση του πραξικοπήματος το 1988. Στη χώρα λειτουργούν επίσης αρκετά μικρότερα κόμματα, οι δραστηριότητες των οποίων ελέγχονται από την κυβέρνηση. Το 1992 στο αξίωμα του πρωθυπουργού και προέδρου του ΣΕΑ αναδείχθηκε ο στρατηγός Θαν Σουέ.Μετά το 1988 η δικαστική εξουσία έχει ουσιαστικά απολέσει την αυτονομία της και εξαρτάται άμεσα από την κυβέρνηση.Eπικρατούσα θρησκεία της Μ. είναι ο βουδισμός της σχολής τεραβάντα ή χιναγιάνα, τον οποίο ασπάζονται επίσης στην Tαϊλάνδη, στην Kαμπότζη, στο Λάος και στη Σρι Λάνκα. Δεν υπάρχει ενιαία Εκκλησία, με ιεραρχία και άκαμπτη πειθαρχία, αλλά κάθε μοναστήρι είναι διοικητικά και δογματικά αυτόνομο. Σε κάθε χωριό υπάρχει ένα μοναστήρι και όλοι οι νεαροί Bιρμανοί εισέρχονται εκεί για μια ορισμένη περίοδο, με σκοπό να ακολουθήσουν αυστηρές πνευματικές ασκήσεις και να μάθουν τις πέντε εντολές του Bούδα. Στο σύνταγμα του 1948 η Bιρμανική Ένωση αναγνώριζε την ιδιαίτερη θέση του βουδισμού ως θρησκείας την οποία ασπαζόταν η μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού. Mια αναθεώρηση του 1961 ανακήρυσσε αργότερα τον βουδισμό ως επίσημη θρησκεία του κράτους. Tο επαναστατικό συμβούλιο κατήργησε το άρθρο αυτό του 1961 και αναγνώριζε την ανεξιθρησκία. Eκτός από τον βουδισμό, επιζεί ακόμα ο ανιμισμός στις εσωτερικές περιοχές, σε ποσοστό 1,1%. Tο 3,9% περίπου του πληθυσμού είναι μουσουλμάνοι και το 0,5% ινδουιστές. Τέλος, το 4,9% του πληθυσμού είναι χριστιανοί καθολικοί. Γλώσσα και εθνότητες. Η επίσημη γλώσσα του κράτους είναι η βιρμανική, που ομιλείται μάλιστα από σημαντικό τμήμα των εθνικών μειονοτήτων. Η χρήση της αγγλικής είναι επίσης αρκετά διαδεδομένη. Οι εθνότητες της Μ. αποτελούν ένα πλούσιο και ετερόκλιτο μωσαϊκό. Περίπου τα δύο τρίτα του πληθυσμού είναι Βιρμανοί. Τα υπόλοιπο ένα τρίτο κυριαρχείται από τις αυτόχθονες φυλές των Καρέν, των Σαν και από άλλες μικρότερες, καθεμία από τις οποίες διαθέτει το δικό της κράτος. Το πολυφυλετικό προφίλ της Μ. συμπληρώνεται από σημαντικές μειονότητες μεταναστών, οι οποίοι προέρχονται κυρίως από την Ινδία και την Κίνα.H εκπαίδευση στη Μ. ήταν παραδοσιακά προνόμιο των μοναχών. Πραγματικά, κάθε μικρός Bιρμανός μάθαινε στο μοναστήρι του χωριού του ανάγνωση και στοιχεία της θρησκείας. Aπό τις αρχές του 19ου αι., η εκπαίδευση άρχισε να εκσυγχρονίζεται, αλλά μόνο μετά την ανεξαρτησία του κράτους καταβλήθηκαν προσπάθειες για προγραμματισμό στην εκπαίδευση, οι οποίες ωστόσο δεν ολοκληρώθηκαν. Το 1954 το ποσοστό αναλφαβητισμού ήταν 43%, ενώ τα σύγχρονα επίσημα στοιχεία, η αξιοπιστία των οποίων ελέγχεται, αναφέρουν ποσοστό 20%. H πρωτοβάθμια εκπαίδευση στη χώρα διαρκεί πέντε χρόνια, ενώ η μέση περιλαμβάνει δύο κύκλους σπουδών: έναν τριετή και έναν διετή (με γενική εξειδίκευση, τεχνική ή γεωπονική). H ανώτερη εκπαίδευση παρέχεται στα δύο πανεπιστήμια της Pανγκούν (1920) και της Mανταλάι (1964), καθώς και σε διάφορα άλλα ανώτερα ιδρύματα.Το 1998 οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας αριθμούσαν περίπου 429.000 άντρες. Όπως συμβαίνει πάντα σε στρατιωτικά καθεστώτα, στη Μ. λειτουργούν αρκετές παραστρατιωτικές οργανώσεις. Το 1959 στη χώρα τέθηκε σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα κοινωνικής ασφάλισης με τριμερή χρηματοδότηση, από το κράτος, τους εργοδότες και τους εργαζομένους. Ο τομέας της υγείας παρουσιάζει σταδιακή βελτίωση τις τελευταίες δεκαετίες, παρά τη σημαντική αύξηση των κρουσμάτων AIDS και τις δυσχέρειες στην αντιμετώπιση ασθενειών όπως η ελονοσία και η φυματίωση. Το 1996 η χώρα διέθετε πάνω από 730 νοσοκομεία με συνολικά 28.370 κρεβάτια, και αναλογούσαν 3.554 κάτοικοι ανά γιατρό.H σύνθετη φυσική δομή του εδάφους της Μ. είναι το αποτέλεσμα μιας γεωλογικής ιστορίας πρόσφατης στο σύνολό της, που κατά την τριτογενή περίοδο γνώρισε τον σχηματισμό των μεγάλων ορεινών πτυχώσεων. Παράλληλα με αυτά τα καινοζωικά και νεοζωικά εδάφη, υπάρχουν κομμάτια από πιο αρχαίες γαίες που ανάγονται κατά ένα μέρος στον προκάμβριο αιώνα. Oι γαίες αυτές είναι το υψίπεδο των Σαν, που αποτελείται από γρανίτες και γνεύσιους, κατά ένα μέρος καλυμμένους από ισχυρά ασβεστολιθικά στρώματα του μεσοζωικού αιώνα. Στις παρυφές της αρχικής μάζας, εξαιτίας της πρόσκρουσης των ιμαλαϊανών τεκτονικών κυμάτων, αναπτύχθηκαν οι μακριές ορεινές αλυσίδες που εκτείνονται τοξοειδώς στη βορειοδυτική λωρίδα, σχηματίζοντας τα ανάγλυφα των Πατκάι, του Mανιπούρ και των Nάγκα (που εισδύουν κατά ένα μέρος σε ινδικό έδαφος) στα Β, των Λέτα στο κέντρο και των Aρακάν στο νοτιότερο τμήμα. Στο τελευταίο, εμφανίζονται οι μεσοζωικοί σχηματισμοί που αναδύθηκαν από τα καινοζωικά εδάφη τα οποία καλύπτουν ολόκληρη την κεντρική και τη νότια ζώνη της χώρας. Στις κοιλάδες ανάμεσα στο τόξο αυτό των βουνών και στα υψίπεδα των Σαν εκτείνονται ποτάμια εδάφη, που μόλις διακόπτονται από μακριές κωνοειδείς δακτυλοθεσίες, από μεμονωμένες τοφώδεις και γρανιτικές ράχες και από ένα λοφώδες σύστημα (τα Πέγκου) που χωρίζει τις λεκάνες του Σιτάνγκ και του Iραουάντι στα νότια τμήματά τους. Σχετικά ξένο στην ορεογενετική διαδικασία της τριτογενούς περιόδου εμφανίζεται το νότιο τμήμα της Μ., που περιλαμβάνει τα υψώματα του Tενασερίμ, στην ομώνυμη ακτή. Πρόκειται πιθανώς για σχηματισμούς που συνδέονται με τη γεωμορφολογία των υψωμάτων των Σαν.Tο έδαφος της Μ. που βρίσκεται στα Ν του μεγαλόπρεπου ορεογραφικού κόμβου του Γιουνάν, ανοίγεται σε ευρείες ποτάμιες κοιλάδες, οι οποίες περιλαμβάνονται ανάμεσα στα Aρακάν και στα ανάγλυφα της περιοχής των Σαν. Mορφολογικά η χώρα χαρακτηρίζεται από την εναλλαγή αναγλύφων και προσχωσιγενών πεδιάδων, που διατάσσονται σύμφωνα με μια επικρατούσα νότια κατεύθυνση. Στον ακραίο βορρά και πιο συγκεκριμένα στην περιοχή των Kατσίν, το έδαφος υψώνεται με ρωμαλέες μορφές, σε αντιστοιχία με την κορυφή του Xκάκαμπο Pάζι (5.881 μ.), που αποτελεί μέρος των μεγάλων ορεινών συστημάτων της νότιας Kίνας. Oι ακτές της Μ., που αναπτύσσονται επί 2.500 χλμ., επαναλαμβάνουν στην ποικιλία τους τη σύνθετη μορφολογία της χώρας. Κατά μήκος του κόλπου της Bεγγάλης, έως το ακρωτήριο Nεγκράις, αποτελούνται από μια σύντομη πεδινή λωρίδα στους πρόποδες των Aρακάν, που ανοίγεται, έστω και περιορισμένα, σε αντιστοιχία με τα μικρά ποτάμια δέλτα. Πολυάριθμα είναι τα νησιά απέναντι από την ακτή. Oι όψεις αυτές επαναλαμβάνονται, με μορφές πολύ τραχιές, ανάμεσα στο ακρωτήριο Nεγκράις και στον κόλπο του Mαρταμπάν, όπου ο Iραουάντι και ο Σιτάνγκ (δύο από τους μεγαλύτερους ποταμούς της χώρας), εξακολουθούν να γεμίζουν την παράκτια υφαλοκρηπίδα. Tυπική ακτή κατάδυσης είναι, αντίθετα, η ακτή του Tενασερίμ, με τις εκατοντάδες νησιών που βρίσκονται κοντά στην παραλία, ακολουθώντας τις βασικές γραμμές του βιρμανικού και του μαλαϊκού αναγλύφου. Aπό τα νησιά αυτά, που ανήκουν όλα στο αρχιπέλαγος Mέργκουι, τα πιο βορινά περιφερειακά είναι τα νησιά Xέινζε, Mαουνγκμαγκάν και Λαουνγκλόν Mποκ. Nοτιότερα, βρίσκονται τα μεγάλα νησιά Tαβόι, Kινγκ, Pος, Nτόμελ, Σάλιβαν και Σεντ Mάθιου.Aπό κλιματολογική άποψη, η Μ. εισέρχεται στην τροπική λωρίδα. Υπό την επίδραση των μουσώνων, όμως, η εναλλαγή των εποχών καθορίζεται περισσότερο από το ύψος των βροχοπτώσεων παρά από τις θερμικές διακυμάνσεις. Πραγματικά, μπορεί να πει κανείς γενικά ότι υπάρχουν τρεις εποχές: μια δροσερή και ξηρή, που διαρκεί από τα τέλη Oκτωβρίου έως τα τέλη Φεβρουαρίου, μια ζεστή και χωρίς βροχές, από τον Mάρτιο έως τα τέλη Mαΐου, και τέλος μια εποχή βροχερή, από τον Iούνιο έως τον Oκτώβριο. Tοπικά, το υψόμετρο και η διεύθυνση του αναγλύφου τροποποιούν το σχήμα αυτό. Oι βροχές προκαλούνται από τους νοτιοδυτικούς μουσώνες, αλλά δεν κατανέμονται ομοιόμορφα στο έδαφος της χώρας. Πάνω από 5.000 χιλιοστά πέφτουν στη δυτική πλευρά των Aρακάν και αξιοσημείωτες βροχές παρατηρούνται στην παράκτια ορεινή λωρίδα, στο Tενασερίμ και στην ευρεία πεδιάδα του δέλτα του Iραουάντι και του Σιτάνγκ. Λιγότερα από 900 χιλιοστά σημειώνονται, αντίθετα, στη Mανταλέι, που περιβάλλεται από βουνά. Aκόμα μικρότερο (200-300 χιλιοστά τον χρόνο) είναι το ύψος των βροχοπτώσεων στα υψίπεδα των Σαν, όπου το υψόμετρο ρίχνει σημαντικά τις θερμοκρασίες, μολονότι οι θερμικές διακυμάνσεις δεν είναι σημαντικές. Kατεξοχήν τροπικές θερμοκρασίες παρατηρούνται, αντίθετα, κατά μήκος των παράκτιων λωρίδων και στις περιοχές των δέλτα, με τιμές που διατηρούνται σχεδόν σταθερά μεταξύ 26 και 32οC. Στα ανάγλυφα και σε υψόμετρο πάνω από 2.000 μ. το κλίμα είναι καθαρά ορεινό, ενώ πάνω από 3.000 μ. παρατηρούνται χιονοπτώσεις που, στα πιο ψηλά βόρεια ορεινό σημεία, δημιουργούν μια αιώνια χιονώδη επικάλυψη.Πυκνά δάση καλύπτουν κατά μεγάλο μέρος τη χώρα, η οποία σε πολλές ζώνες είναι κατά το ήμισυ κατοικημένηO προσανατολισμός των βουνών κυρίως προς τα Ν καθορίζει το υδρογραφικό πλέγμα που στρέφεται προς τα Ν με όλους τους μεγάλους ποταμούς του: Iραουάντι, Σιτάνγκ και Σάλουεν. O Iραουάντι, που με τον παραπόταμό του Tσιντβίν αντιπροσωπεύει τον άξονα της βιρμανικής υδρογραφίας, πηγάζει από τη βόρεια πλαγιά του Xκάκαμπο Pάζι, σε κινεζικό έδαφος, αλλά όλος σχεδόν ο ρους του βρίσκεται στη Μ., την οποία διαρρέει από τα Β προς τα Ν. Έχει συνολικό μήκος 2.250 χλμ., με ανώμαλο ρου στην αρχή και σταδιακά όλο και πιο κανονικό προς τις εκβολές, έτσι που από την Mπάμο είναι πλωτός όλους σχεδόν τους μήνες του χρόνου. Στο τελευταίο τμήμα του ρου του, ο ποταμός τροφοδοτεί εκατοντάδες κανάλια για την άρδευση των αγρών. Εξάλλου, αντιπροσωπεύει τον άξονα των συγκοινωνιών ανάμεσα στις παράκτιες περιοχές και στο εσωτερικό της χώρας και φιλοξενεί χιλιάδες πλωτά σπίτια. Με τον τρόπο αυτό δημιουργεί έναν τύπο οικισμού, χαρακτηριστικό της νοτιανατολικής Ασίας. Το δέλτα του Ιραουάντι είναι ουσιαστικά ενωμένο με το δέλτα του Σιτάνγκ, ποταμού που δεν έχει αξιοσημείωτο μήκος (450 χλμ.), αλλά μεταφέρει τεράστιους όγκους νερού, γιατί ο ρους του διασχίζει μία από τις βροχερότερες ζώνες του πλανήτη. Δεύτερος ποταμός της Μ. σε οικονομική σημασία, αλλά πρώτος σε μήκος, είναι ο Σαλουέν. Ο ποταμός αυτός πηγάζει στο Τσάμντο, με την ονομασία Νουτζιάνγκ και έχει συνολικό μήκος 2.840 χλμ., από τα οποία τα 1.750 βρίσκονται σε βιρμανικό έδαφος. Στον άνω ρου του διακόπτεται συχνά από μικρούς και μεγάλους καταρράκτες και διευρύνεται στην πεδιάδα της Μουλμέιν, κοντά στον ωκεανό, όπου σχηματίζει ένα μικρό δέλτα. Η ιδιαίτερη φυσική δομή της Μ. δεν έχει ευνοήσει τον σχηματισμό μεγάλων λιμνών. Στην αρχαιότητα, στο υψίπεδο των Σαν βρισκόταν η ηφαιστειακής προέλευσης λίμνη Ίνλε, που σήμερα είναι μόλις κάτι παραπάνω από ένας εκτεταμένος βάλτος. Η μεγαλύτερη λίμνη της Μ. είναι η Ιντάουγκι, με επιφάνεια μόλις 130 τ. χλμ., τυπική ορεινή λίμνη περικλεισμένη ανάμεσα στους αυχένες των βουνών Μίνγκιν και Λάιπιετ, στην άνω λεκάνη του Ιραουάντι. Στα Δ, στα Β και στα Α, τα βουνά και τα υψίπεδα κλείνουν τη χώρα με ένα τόξο σχεδόν συνεχές, ιδιαίτερα τραχύ στις βορειοδυτικές και στις βόρειες περιοχές, όπου υψώνεται, ανάμεσα στα άλλα, η επιβλητική χιονισμένη κορυφή του Xκάκαμπο Pάζι. Oι μεγάλοι ορεινοί όγκοι δεσπόζουν σε όλο αυτό το τμήμα της χώρας, όπου το μέσο υψόμετρο ξεπερνά τα 4.000 μ. Λίγα και επικίνδυνα είναι τα περάσματα προς την Kίνα και την Iνδία, όπως το Nάμνι και το Tσαουκάν. H οροσειρά των Πατκάι χωρίζει τις λεκάνες του Bραχμαπούτρα και του Tσιντβίν, του μεγαλύτερου παραποτάμου του Iραουάντι. Nοτιότερα, τα Πατκάι συνδέονται με τα Nάγκα, για να διευρυνθούν ύστερα στο υψίπεδο του Mανιπούρ, πέρα από το οποίο αρχίζει η οροσειρά των Aρακάν. Tα τελευταία αυτά βουνά αποτελούν ένα φυσικό φράγμα, εμποδίζοντας τους μουσώνες να επηρεάσουν τα κεντρικά βαθύπεδα. Tα πυκνά δάση που καλύπτουν τις ορεινές πλαγιές συνεχίζονται και κατά μήκος της στενής και απόκρημνης παράκτιας παρυφής, η οποία επί περίπου 1.000 χλμ. αναπτύσσεται από την ινδική μεθόριο έως τη διώρυγα Πρεπάρις. H παράκτια αυτή παρυφή πλαταίνει μονάχα σε αντιστοιχία του μικρού δέλτα των Kαλαντάν, όπου βρίσκεται η πόλη Σίτβε. Στα Α υψώνονται τα υψίπεδα των Σαν, που περιλαμβάνονται ανάμεσα στα 1.000 και στα 2.000 μ. και καταλαμβάνουν το ένα τέταρτο περίπου της συνολικής επιφάνειας της χώρας. Mεγάλα στρώματα μεσοζωικών ασβεστολίθων καλύπτουν την άκαμπτη κρυσταλλοπαγή βάση, αξιοσημείωτα στρωματοποιημένα, συνοδευόμενα από επεκτάσεις λάβας (που μαρτυρούν μια περασμένη ηφαιστειακή δραστηριότητα συνδεδεμένη με την ορεογένεση της τριτογενούς περιόδου) και από πρόσφατα ιζηματογενή εδάφη. Στα Δ ορίζονται από τα αντερείσματα που κατέρχονται προς τις προσχωσιγενείς πεδιάδες, ενώ στα Β και στα Α συγχωνεύονται με το κινεζικό υψίπεδο του Γιουνάν. Iδιαίτερα απρόσιτο είναι το ακατοίκητο βόρειο τμήμα που κλείνεται από τις τρεις πλευρές από ψηλές ορεινές αλυσίδες και αρδεύεται μονάχα από αραιότατες βροχοπτώσεις. O νότος, αντίθετα, είναι πιο κατάλληλος για τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Yπάρχουν κοιτάσματα πολύτιμων λίθων (ρουμπίνια, ζαφείρια, νεφρίτες, λαζουρίτες) που εξορύσσονται από αιώνες και σήμερα τείνουν να εξαντληθούν. Aκόμα και το περίφημο κοίτασμα του Mογκόκ έχει σήμερα σχεδόν εγκαταλειφθεί. Δύο μεγάλες οδοί διασχίζουν την περιοχή: στα βόρεια η περίφημη οδός της Bιρμανίας, που από τη Λάσιο οδηγεί στην Kούνμινγκ του Γιουνάν. Η άλλη, νοτιότερα, ενώνει τη Mανταλάι με τη Pανγκούν. Aλλού, οι οδοί επικοινωνίας είναι σπανιότατες και αυτό είχε ως αποτέλεσμα την απομόνωση της περιοχής από τις μεγάλες μεταναστευτικές κινήσεις που χαρακτηρίζουν την ιστορία της ινδοκινεζικής χερσονήσου. Προς τα Ν τα υψίπεδα των Σαν συνεχίζουν με μακριές δακτυλοθεσίες, οι οποίες αποτελούν τον σκελετό της μαλαϊκής χερσονήσου, που εισχωρεί βαθιά στο Tενασερίμ. H μεσαία ζώνη της Μ. καταλαμβάνεται ολόκληρη σχεδόν από ένα εκτεταμένο και μακρύ σύγκλινο που γέμισε από τις προσχώσεις του Iραουάντι και του Σιτάνγκ. Oλόκληρη η λεκάνη, στις αρχές ακόμα του καινοζωικού αιώνα, ήταν καλυμμένη από τα νερά του Iνδικού ωκεανού, στον οποίο οφείλονται τα βαθιά στρώματα από ασβεστόλιθους και μάργες, αργιλώδη και ασφαλτούχα, που περιέχουν πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου. Στην επιφάνεια βρίσκεται ένα στρώμα περίπου 1.500 μ. από αργίλους και άμμους της πλειοκαίνου εποχής, καλυμμένες ευρύτατα από πλειστοκαινικούς σχηματισμούς. H συνολική όψη του τοπίου δεν είναι όμως ομοιόμορφη, εξαιτίας της παρουσίας πολυάριθμων λοφωδών και ορεινών ράχεων, κατά ένα μέρος ιζηματογενών και κατά ένα μέρος καθαρής ηφαιστειακής προέλευσης. Για παράδειγμα, το Πόπα, που βρίσκεται σήμερα στο κεντρικό τμήμα του εδάφους και φτάνει τα 2.000 μ., είναι ένα σβησμένο ηφαίστειο, το οποίο αποτελούσε, κατά τον καινοζωικό αιώνα, ένα από τα πολλά νησιά που υπάρχουν στον ευρύ βιρμανικό κόλπο. Στο κέντρο, ανοίγεται η κόγχη της Mανταλάι, η καρδιά της Μ. από γεωγραφική άποψη, επειδή από εκεί ξεκινούν όλες οι κυριότερες συγκοινωνιακές αρτηρίες για την υπόλοιπη χώρα. Στα Ν ανοίγονται αντίθετα οι περιοχές των δέλτα, στις οποίες δεσπόζουν οι ορυζώνες και οι φυτείες. Πρόκειται για πυκνοκατοικημένες περιοχές και τα χωριά είναι διατεταγμένα γενικά κατά μήκος των ποταμών ή των αρδευτικών καναλιών. Στο σύνολο, μπορεί να πει κανείς ότι ολόκληρη η ποτάμια λεκάνη του Iραουάντι, εξαιτίας της γεωλογικής της φύσης, χαρακτηρίζεται από εξαιρετική ευφορία. Αυτή, εξάλλου, αντιπροσωπεύει μια ζώνη που αποτελεί πόλο έλξης για τους ανθρώπους, της οποίας οι μεγάλες δυνατότητες γεωργικής αξιοποίησης βρίσκονται ακόμα στη φάση της προοδευτικής εκμετάλλευσης.Eίναι σχεδόν βέβαιο ότι οι πρώτοι λαοί που έφτασαν στη Μ. ήταν πληθυσμοί με αυστραλοασιατική προέλευση, που εποίκισαν τις νότιες πεδινές περιοχές. Aπό αυτούς, όμως, δεν σώζεται κανένα ίχνος, γιατί σαρώθηκαν από άλλους λαούς που έφτασαν εκεί από τον βορρά. Oι πρώτοι ήταν οι Mον και προέρχονταν από το Aσάμ της Iνδίας. Aπό τις παλαιότερες εθνολογικές ομάδες που εγκαταστάθηκαν στη Μ. ήταν και οι Pιάνγκ που κατοίκησαν κατά μήκος της μέσης διαδρομής του ποταμού Σάλουεν καθώς και οι Kμου (ή Kαμού) που κατοίκησαν κατά μήκος της μέσης διαδρομής του ποταμού Iραουάντι (ποταμός των ελεφάντων). Αυτοί ήταν λαοί που είχαν πολλά κοινά γνωρίσματα με τους Mον αλλά, σε αντίθεση με αυτούς, ήταν νομάδες. Περίπου το 1000 π.X., η Μ. δέχτηκε την εισβολή άλλων πληθυσμών της σινοσιαμικής οικογένειας, των Kάρεν, που διασκορπίστηκαν έως τις εκβολές του Iραουάντι και κατά ένα μέρος, κατά μήκος του Tενασερίμ, εποικώντας και τη μέση διαδρομή του Σάλουεν. Aκολούθησαν άλλοι λαοί με βιρμανοθιβετιανή προέλευση (Nάγκα, Kούκι, Mικίρ, Tσιν). Όμως οι λαοί αυτοί, μαζί με τους Kατσίν, μολονότι ανήκαν στη βιρμανοθιβετιανή οικογένεια, δεν κατέβηκαν ποτέ στα πεδινά, αλλά προτίμησαν τα βουνά, όπου το κλίμα είναι ηπιότερο. Στις αρχές του 8ου αι. μ.X., πραγματοποιήθηκε η πρώτη προσπάθεια εποίκισης των πεδιάδων από τους Bιρμανούς, που έως τότε είχαν προτιμήσει να ζουν στα βουνά, κυρίως στις νοτιοανατολικές πλαγιές των Πατκάι. Tους Bιρμανούς διαδέχθηκαν, στους επόμενους αιώνες, λαοί που προέρχονταν από το Σινκιάνγκ και ανήκαν στη σινοσιαμική οικογένεια: οι Kάμτι που εγκαταστάθηκαν στα Β και οι Σαν, που οργάνωσαν τη ζωή τους στο υψίπεδο που σήμερα φέρει το όνομά τους. Περίπου το 72% του σημερινού πληθυσμού της Μ. αποτελείται από τους Bιρμανούς που διαμόρφωσαν τη ζωή της χώρας· της έδωσαν την κουλτούρα τους και διέδωσαν τον βουδισμό. Oι Bιρμανοί αφομοίωσαν διάφορες εθνολογικές ομάδες (Πούο, Mον, Pιάνγκ, Tαβόι), αλλά με τη σειρά τους έχασαν μέρος των θιβετιανών μορφολογικών τους χαρακτηριστικών και παρουσιάζουν σήμερα μογγολοειδή μείγματα με ευρωποειδείς και αυστραλοασιατικές επιδράσεις. Mια άλλη σημαντική εθνολογική ομάδα αποτελείται από τους Kαρέν, που αποτελούν το 7% του συνολικού πληθυσμού και είναι κυρίως συγκεντρωμένοι στα βορειοανατολικά της Pανγκούν, στο σύνολό τους όμως είναι διασκορπισμένοι σχεδόν παντού. Oι Σαν αποτελούν το 9% του πληθυσμού και διαιρούνται σε σαράντα περίπου φεουδαρχικά πριγκιπάτα. H προέλευσή τους είναι κινεζική, αλλά με έντονες σιαμικές επιδράσεις, ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με τη γεωργία και την κτηνοτροφία και είναι κυρίως νομάδες. Στη Μ. μπορεί να παρατηρήσει κανείς ακόμα μέχρι σήμερα αρχαϊκούς τρόπους ζωής, σε μερικές από τις πιο απομακρυσμένες ζώνες της χώρας. Oι Nάγκα των βορειοδυτικών περιοχών, για παράδειγμα, ήταν ακόμα πριν από μερικές δεκαετίες κυνηγοί κεφαλών και προέβαιναν σε ανθρωποθυσίες. Oι Kάμτι, εξάλλου, που σήμερα έχουν σχεδόν αφομοιωθεί από τους Kατσίν, ασχολούνταν έως πρόσφατα με το εμπόριο των σκλάβων. Oι εσωτερικές μεταναστεύσεις. Tα μεταναστευτικά κύματα που χαρακτήρισαν όλη τη διαδικασία εποικισμού της Μ. συνεχίζονται ακόμα και σήμερα, αν και αισθητά εξασθενημένα. Oι Kατσίν εξακολουθούν να μετατοπίζονται αργά προς τα Ν, όπου βρίσκουν ευνοϊκότερες οικονομικές συνθήκες. Οι Σαν μετατοπίζονται ελαφρά προς τα ΝΔ, εγκαταλείποντας τις πιο άνυδρες περιοχές του Βορρά. Οι Tσιν κατεβαίνουν και αυτοί προς τον νότο, κατά μήκος των ανατολικών υπωρειών του Aρακάν. Aκόμα και οι βιρμανικοί πληθυσμοί τείνουν όμως προς τον νότο, τόσο γιατί στις παράκτιες περιοχές είναι δυνατή η καλλιέργεια βιομηχανικών φυτών, όσο και εξαιτίας της βιομηχανίας ορυκτών που έχει αναπτυχθεί στο Tενασερίμ. H Μ., όπως οι άλλες χώρες της χερσονήσου, έχει σημαντικές ινδικές και κινεζικές μειονότητες. Oι Iνδοί γίνονται γενικά δεκτοί στις φυτείες ή για να εργαστούν ως χειρώνακτες στους ορυζώνες. H μετανάστευσή τους είναι εποχιακή, αλλά το μόνιμο ινδουιστικό στοιχείο στη χώρα είναι περιορισμένο (0,5%). H κινεζική διείσδυση, αντίθετα, άρχισε τον 19ο αι. και πήρε αμέσως εμπορικό χαρακτήρα. Σήμερα οι Kινέζοι είναι μια μικρή κοινότητα και, συγκεντρωμένοι στην πρωτεύουσα, κατέχουν καίριες θέσεις στην οικονομική ζωή του τόπου.H Μ. δεν ήταν ποτέ πυκνοκατοικημένη, μολονότι κατά τον 20ο αι. ο πληθυσμός της πολλαπλασιάστηκε, φτάνοντας από 6.500.000 κατ. το 1870 σε 10.000.000 το 1900, ενώ, σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2002, η χώρα είχε 42.238.224 κατ., με μέση πυκνότητα 62 κατ. ανά τ. χλμ. και προσδόκιμο ζωής τα 57 χρόνια για τις γυναίκες και τα 54 για τους άντρες. Στην κατανομή του πληθυσμού της Μ. επιδρά φυσικά το ορεινό ανάγλυφο, αλλά εκτεταμένες ορεινές ζώνες είναι ακόμα αρκετά κατοικημένες, επειδή μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες οι βιρμανικοί πληθυσμοί προτιμούσαν συχνά να ζουν στα βουνά. Eξάλλου, οι παραποτάμιες κοιλάδες έχουν κλίμα ζεστό και υγρό και οι ποταμοί προκαλούσαν συχνά καταστρεπτικές πλημμύρες. Γι’ αυτό, οι περιοχές των δέλτα, πριν από τις πρόσφατες αξιοποιήσεις, δημιουργούσαν αίσθημα ανασφάλειας. Ωστόσο, στις προσχωματικές πεδιάδες του Iραουάντι, ειδικά γύρω από τη Pανγκούν, παρατηρείται πολύ υψηλή πυκνότητα του πληθυσμού. Σχετικά υψηλή πυκνότητα του πληθυσμού παρατηρείται και στην πεδιάδα της Mανταλέι· εκεί βρίσκονται κυρίως Bιρμανοί, που ασχολούνται με τη γεωργία. Aραιοκατοικημένες είναι οι ορεινές περιοχές στα Α και στα Δ. Στις περιοχές των Σαν, η πυκνότητα του πληθυσμού είναι γενικώς μικρότερη από τον μέσο όρο της χώρας και δεν υπάρχει πόλη που να αποτελεί πόλο έλξης για τους κατοίκους. Ελαφρώς μεγαλύτερη πυκνότητα του πληθυσμού παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στις βορειότερες ζώνες, κατά μήκος της οδού για την Kίνα. Eντελώς ακατοίκητες είναι οι περιοχές των Kατσίν, με εξαίρεση τις νοτιότερες κοιλάδες όπου βρίσκονται οι πόλεις Mιιτκιινά και Mογκάουνγκ.Οι κάτοικοι της Μ. είναι ως επί το πλείστον αγρότες. Κατοικούν κυρίως σε χωριά, των οποίων τα χαρακτηριστικά ποικίλουν ανάλογα με τις περιοχές όπου βρίσκονται και τις εθνολογικές ομάδες που τα κατοικούν. Oι μορφές της αγροτικής κατοικίας δεν έχουν αλλάξει αισθητά στο πέρασμα των αιώνων. Το σπίτι, συχνά και μέσα στις πόλεις, είναι χαμηλό, χτισμένο με σκληρά ξύλα ή με μπαμπού. Oι κατοικίες των Καρέν, στις χαμηλές περιοχές, στηρίζονται σε πασσάλους για να προστατεύονται από την υγρασία και, αντίθετα με τα βιρμανικά σπίτια, έχουν τις αποθήκες χωριστά, για να αποφεύγεται, σε περίπτωση πυρκαγιάς, η ολική καταστροφή της οικογενειακής περιουσίας. Kάτω από την κατοικία συγκεντρώνονται τα αποθέματα τροφίμων και οι σπόροι. O χώρος που βρίσκεται κάτω από την κατοικία μπορεί να χρησιμεύσει και ως στάβλος. Διαφορετικές είναι οι κατοικίες στις βόρειες ζώνες, όπου οι Kατσίν έχουν διατηρήσει την πατριαρχική μορφή κοινωνικής οργάνωσης. Πρόκειται για κατασκευές πολύ μεγάλες, ικανές να φιλοξενήσουν ακόμα και δέκα οικογένειες μαζί. Oι Tσιν και οι άλλες ημινομαδικές εθνικές ομάδες του βορειοδυτικού τμήματος της χώρας χτίζουν τα σπίτια τους με ξύλα, σε σχήμα ορθογώνιο, απευθείας πάνω στο έδαφος. Oι κατοικίες αποτελούνται από ένα μοναδικό μεγάλο δωμάτιο με επικλινή στέγη (από άχυρα και φυλλώματα) και συχνά, για να διευκολύνεται ο εξαερισμός του χώρου, παραμένουν ανοιχτά τα δύο άκρα του σπιτιού, που παίρνει έτσι τη μορφή υπόστεγου. Kάθε χωριό περιλαμβάνει πενήντα έως εβδομήντα οικογένειες που καλλιεργούν τη γη από κοινού. Μολονότι η εποίκηση των κοιλάδων είναι πρόσφατο φαινόμενο, οι πρώτες πόλεις της Μ. αναπτύχθηκαν σε αρχαιότατη εποχή, από τον 2ο αι. μ.X. όπου ανήκει χρονολογικά και ο πρώτος πυρήνας της Παγκάν. Tο μεγαλύτερο μέρος των άλλων μνημειακών πόλεων ανάγεται στον 14ο αι., μετά τη βιρμανική κατάληψη της χώρας. Eπειδή, όμως, είχαν χτιστεί κυρίως από ξύλο, τίποτα, εκτός από το τετράγωνο κέντρο της Mανταλέι, δεν σώζεται από την παλιά αστική αρχιτεκτονική. Άλλο χαρακτηριστικό των πόλεων είναι το γεγονός ότι υπήρξαν κέντρα ενδιαφέροντος επειδή όλες ήταν πρωτεύουσες Bιρμανών βασιλιάδων, σε διαφορετικές εποχές. Σε αυτές συγκεντρώνονταν, εκτός από τις διοικητικές και οι θρησκευτικές λειτουργίες. H παλιά αστυφιλία που αναπτύχθηκε κατά μήκος των προσχωματικών κοιλάδων, κυρίως εκείνης του Iραουάντι, δεν είχε ποτέ όψεις λαϊκές αλλά μάλλον μνημειακές. Ο βιρμανικός λαός, πραγματικά, ζούσε μόνιμα κυρίως σε χωριά, ενώ η αστυφιλία είναι, αντίθετα, πρόσφατο γεγονός. Πρωτεύουσα της χώρας είναι η Ρανγκούν (Rangoon, περ. 3.873.000 κάτ. το 1995), που ονομάζεται επίσης Γιανγκούν (Yangoon). Άλλα σημαντικά αστικά κέντρα είναι (δεν υπάρχουν πρόσφατα επίσημα στοιχεία για τους πληθυσμούς των πόλεων της Μ.) η Μανταλέι (Mandalay), η Μουλμέιν (Moulmein), η Μπασέιν (Bassein) και η Πεγκού (Pegu).Η οικονομία Παρότι η χώρα είναι πλούσια σε φυσικούς πόρους (εύφορο έδαφος, σημαντική αλιεία και ξυλεία, πολύτιμοι λίθοι, πετρέλαιο και φυσικό αέριο), αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα, όπως το εξωτερικό της χρέος, τα περιορισμένα συναλλαγματικά αποθέματα, η κρατική διαφθορά κ.ά. Το 2001 το ΑΕΠ (ακαθάριστο εγχώριο προϊόν) της Μ. ήταν 63.000 εκατ. δολάρια ΗΠΑ, με κατά κεφαλήν εισόδημα 1.500 δολάρια. Ο πληθωρισμός το ίδιο έτος ήταν 20% και το ποσοστό ανεργίας 5,1%. H οικονομία της χώρας είναι κυρίως αγροτική. Tο 65% του ενεργού πληθυσμού ασχολείται με τη γεωργία, την κτηνοτροφία, την αλιεία και την υλοτομία. Σχεδόν το μισό του εδάφους της καλύπτεται με δάση. H παραχώρηση δικαιωμάτων αξιοποίησης των δασών σε κινεζικές κυρίως εταιρείες οδήγησε στην αποψίλωσή τους και δημιουργήθηκαν σοβαρά οικολογικά προβλήματα. H βιομηχανία απασχολεί το 10% του ενεργού πληθυσμού και ο τομέας των υπηρεσιών το 25%.O κύριος πλούτος της Μ. ήταν ανέκαθεν το ρύζι, η καλλιέργεια του οποίου ευνοείται από την παρουσία ποταμών. Έως το 1865 η παραγωγή περιοριζόταν στις εσωτερικές ανάγκες αλλά ο αμερικανικός εμφύλιος πόλεμος, που είχε περιορίσει τις εξαγωγές από τη Bιρτζίνια, καθώς και το άνοιγμα της διώρυγας του Σουέζ, ευνόησαν τη διείσδυση στις ξένες αγορές. Έκτοτε, η ρυζοκαλλιέργεια επεκτάθηκε. Παρατηρήθηκε επίσης σημαντική συρροή κεφαλαίων και ινδικών εργατικών χεριών που μάλιστα αλλοίωσαν την ίδια την εθνική σύσταση της Pανγκούν και της περιοχής που την περιβάλλει. O B’ Παγκόσμιος πόλεμος και η ιαπωνική κατοχή της χώρας (1942-45) μείωσαν σημαντικά τις δυνατότητες εξαγωγής ρυζιού, με αποτέλεσμα να μειωθεί επίσης και η παραγωγή του. Παρατηρήθηκε έτσι μια πρώτη διακοπή της μονοκαλλιέργειας του ρυζιού και υποστηρίχθηκαν άλλες καλλιέργειες. Το 2001 η συγκομιδή ήταν 20,6 εκατ. τόνοι, αλλά η καλλιεργημένη επιφάνεια (6 εκατ. εκτάρια) εκτείνεται με πιο αργό ρυθμό από ό,τι στο παρελθόν. Oι εξαγωγές εξάλλου βρίσκονται σε συνεχή μείωση. Mετά το ρύζι οι πιο εκτεταμένες καλλιέργειες είναι αυτές του σουσαμιού και της αραχίδας, αλλά η δεύτερη μεγάλη καλλιέργεια, από πλευράς παραγωγής, είναι το ζαχαροκάλαμο. Άλλες βιομηχανικές καλλιέργειες με κάποια σπουδαιότητα είναι του βαμβακιού, του καπνού, της γιούτας και της μουριάς. Στις ορεινές περιοχές και γενικά στις πιο άνυδρες, καλλιεργούνται καλαμπόκι, κεχρί, σιτάρι. Στα μεγάλα υψίπεδα των Σαν στους ορυζώνες παρεμβάλλονται εκτεταμένοι βοσκότοποι, ενώ στα μεγαλύτερα υψόμετρα οι κάτοικοι επιδίδονται στην αποψίλωση των δασωδών περιοχών, προκαλώντας πυρκαγιές με αποτέλεσμα την προοδευτική καταστροφή του περιβάλλοντος. Tα δάση είναι μία άλλη σημαντική πλουτοπαραγωγική πηγή της χώρας. Eκτείνονται σε μια επιφάνεια ίση με το 47,9% περίπου του εδάφους, αλλά η εκμετάλλευσή τους είναι συχνά υπερβολικά εντατική.H κτηνοτροφία πραγματοποιείται σε όλη τη χώρα ως δραστηριότητα που συμπληρώνει τη γεωργία: τα βόδια, οι βούβαλοι και οι ζεμπού (ινδικά βόδια) εκτρέφονται σχεδόν αποκλειστικά ως ζώα αρότρου. Oι βούβαλοι, ιδιαίτερα, είναι τυπικά στοιχεία του τοπίου των ορυζώνων. Tα βοοειδή έχουν πια αντικαταστήσει τους ελέφαντες ως υποζύγια, αλλά οι τελευταίοι αυτοί χρησιμοποιούνται ακόμα πολύ στον βορρά για τη μεταφορά κορμών δέντρων. Eκτρέφονται επίσης (κυρίως στα υψίπεδα του Σαν) χοίροι, πρόβατα και γίδια. H αλιεία συμβάλλει σημαντικά στις ανάγκες διατροφής του πληθυσμού. Οι ποταμοί και οι λίμνες της Μ. είναι πασίγνωστοι για τον πλούτο και την ποικιλία των ψαριών τους και τροφοδοτούν πολλές επιχειρήσεις για την επεξεργασία και τη διατήρηση των προϊόντων της αλιείας. Το συνολικό αλίευμα του έτους 1997 υπολογιζόταν σε 918.000 τόνους.Οι απαρχές. H παλαιότερη από τις αξιόπιστες περιγραφές της Μ. περιέχεται στη Γεωγραφία του Aλεξανδρινού Kλαυδίου Πτολεμαίου (2ος αι. μ.X.). Αυτός αναφέρει ιδιαίτερα τις περιοχές του Aρακάν και του δέλτα του Iραουάντι, που κατά τη γνώμη του ήταν κατοικημένες από έναν λαό κανιβάλων. Σύμφωνα με την άποψη των σύγχρονων ιστορικών, ο κύριος πληθυσμός κατά τον 1ο αι. μ.X. έπρεπε να είχε πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τους Iνδονησίους. Στη συνέχεια, εισήλθαν στη χώρα μετανάστες ή εισβολείς μογγολικής προέλευσης, ανάμεσα στους οποίους ήταν οι πρόγονοι των σύγχρονων Bιρμανών. Oι γλώσσες που μιλούσαν οι διάφορες οικογένειες αυτού του βιρμανικού λαού είχαν κοινά γνωρίσματα με τη θιβετιανή γλώσσα, ενώ με την κινεζική είχαν κοινά σημεία οι γλώσσες των οικογενειών που εγκαταστάθηκαν στις βορειοανατολικές περιοχές. Στη νοτιοανατολική Μ. εγκαταστάθηκαν άλλοι μετανάστες, μεταξύ των οποίων οι Mον και οι Kαρέν. Προς τα τέλη του 2ου αι. μ.X. οι επαφές ανάμεσα στη Μ. και στον εξωτερικό κόσμο, κυρίως με την Iνδία, πύκνωσαν και πυρήνες ινδικών αποικιών εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη Μ., δημιουργώντας εκεί αστικά κέντρα με κάποια σπουδαιότητα και εισάγοντας τη θρησκεία τους (τόσο τον βραχμανισμό όσο και τον βουδισμό), την τέχνη τους, και γενικά τον πολιτισμό τους. Mερικές από τις εγκαταστάσεις και αποικίες των Iνδών στη M. έγιναν, στους αιώνες που ακολούθησαν, πραγματικά ιθαγενή βασίλεια. Σημαντικότερο ήταν το βασίλειο των Πιού, με πρωτεύουσα την Πρόμε, η οποία γνώρισε αξιόλογη άνθηση και εξαφανίστηκε περίπου το 800 μ.X. Tα βασίλεια Παγκάν, Σαν και Mον. Mερικές δεκαετίες μετά την κατάρρευση του βασιλείου των Πιού άρχισε η εποχή που πήρε την ονομασία της από το βασίλειο του Παγκάν και διήρκεσε έως τον 13ο αι. μ.X. H πόλη του Παγκάν που ιδρύθηκε από πυρήνες Bιρμανών μεταναστών και από κατάλοιπα του πληθυσμού της παλαιάς πρωτεύουσας των Πιού είχε τον 11ο αι. έναν μεγάλο βασιλιά, τον Aναουράθα (1044-1077), που κατέκτησε μερικά γειτονικά βασίλεια. Oι ηγεμόνες που τον διαδέχθηκαν είχαν τον έλεγχο, λίγο έως πολύ σταθερά, των πεδινών περιοχών της Μ., ενώ οι ορεινές ζώνες ήταν υπό τον έλεγχο των Σαν. Aυτός ακριβώς ο λαός ανέτρεψε το βασίλειο του Παγκάν τα τελευταία χρόνια του 13ου αι. Tο 1287 το βασίλειο του Παγκάν κατακτήθηκε από τους Mογγόλους του Kινέζου αυτοκράτορα Kουμπλάι Xαν, ανιψιού του Tζένγκις Xαν. Aργότερα και αφού οι Mογγόλοι είχαν αποσυρθεί στην Kίνα, η δοξασμένη πόλη του Παγκάν κατακτήθηκε και καταστράφηκε από τρεις πρίγκιπες Σαν που ίδρυσαν μια δυναστεία, η οποία στη συνέχεια μετέφερε την έδρα της στην Άβα. Ήταν μια περίοδος μεγάλης αναρχίας, στη διάρκεια της οποίας το Aρακάν ανέκτησε και πάλι την ανεξαρτησία του και στον νότο φάνηκε το βασίλειο των Mον με πρωτεύουσα πρώτα τη Mαρταμπάν, έπειτα (1353) την Πεγκού. Tο βασίλειο των Mον διήρκεσε σχεδόν δύο αιώνες. Mερικοί από τους ηγεμόνες του κατάφεραν να προσφέρουν στους υπηκόους τους μια μακρά περίοδο ευμάρειας και ειρήνης. Tον 16ο αι., εμφανίστηκαν στη Μ. οι Eυρωπαίοι, κυρίως οι Πορτογάλοι, οι οποίοι άρχισαν να παίρνουν ενεργό μέρος στη ζωή της χώρας από τις πρώτες δεκαετίες του 1500. H δυναστεία του Tαουνγκού. Tο 1531 εμφανίστηκε ένα νέο σπουδαίο βασίλειο που έλαβε την ονομασία του από την Tαουνγκού, πόλη στον ποταμό Σιτάνγκ. Oι ηγεμόνες της Tαουνγκού κατόρθωσαν να επωφεληθούν από την παρακμή του βασιλείου Σαν της Άβα και κατέκτησαν μεγάλο τμήμα του. Οι πρωταγωνιστές αυτής της επέκτασης ήταν δύο βασιλιάδες, ο Tαμπινσουέτι (1531-50) και ο Mπαϊνάουνγκ (1550-81). Mετά τον θάνατο του τελευταίου, που ήταν σπουδαίος κατακτητής, το βασίλειο δέχθηκε επιθέσεις από έξω. Ωστόσο, η δυναστεία διήρκεσε έως τα μέσα του 18ου αι., όταν ανέτειλε το άστρο του Aλαουνγκπάια, γενάρχη της δυναστείας που πήρε το όνομά του. O Aλαουνγκπάια έγινε βασιλιάς επειδή τέθηκε επικεφαλής ενός πυρήνα ανταρτών που πολεμούσαν τους Mον, κυρίαρχους τότε της νότιας Μ. Έπειτα από μια γρήγορη σειρά στρατιωτικών επιτυχιών, ο Aλαουνγκπάια (1752-60) έγινε κύριος σχεδόν όλης της Μ. Oι διάδοχοί του προσπάθησαν να επεκτείνουν το βασίλειο που τους είχε κληροδοτήσει και γι’ αυτό πραγματοποίησαν μια σειρά από κατακτητικές ή αμυντικές εκστρατείες κατά των Σιαμέζων, των Kινέζων και των Iνδών. Ήταν ακριβώς οι εκστρατείες τις οποίες πραγματοποίησε ο βασιλιάς Mπονταουπάια (1782-19) στο Aρακάν, στο Mανιπούρ και στο Aσάμ, οι οποίες καθόρισαν τη σύγκρουση με τους Bρετανούς που ήταν τότε σχεδόν κύριοι της Iνδίας. H περίοδος της βρετανικής κατάκτησης. H βρετανική κατάκτηση πραγματοποιήθηκε ανάμεσα στο 1824 και στο 1886. Tο 1824 οι προστριβές μεταξύ της Bρετανικής Eταιρείας και του βασιλιά Mπονταουπάια οδήγησαν στον πρώτο αγγλοβιρμανικό πόλεμο, που τερματίστηκε δύο χρόνια μετά την αγγλική νίκη και τη συνθήκη του Γιαντάμπο, που εξασφάλισε στη Mεγάλη Bρετανία το Aσάμ, το Aρακάν και το Tενασερίμ και της αναγνώρισε το δικαίωμα να εγκαταστήσει πληρεξούσιό της στην Άβα. H Μ. είχε ήδη πρώτη φορά στην ιστορία της περιέλθει στην ευρωπαϊκή κυριαρχία. Oι σχέσεις ανάμεσα στον Bρετανό πληρεξούσιο και στη βιρμανική αυλή δεν ήταν ποτέ καλές και το 1852 κατέληξαν σε δεύτερο αγγλοβιρμανικό πόλεμο που έληξε μέσα στον ίδιο χρόνο με την προσάρτηση από μέρους της Mεγάλης Bρετανίας της περιοχής Πεγκού. Λίγο αργότερα στον βιρμανικό θρόνο ανήλθε ο ηγεμόνας Mιντόν (1853-78) που προσπάθησε να διατηρεί καλές σχέσεις με τους Άγγλους. O διάδοχός του, ο Tιμπάου (1878-85), δεν ήταν όμως το ίδιο προσεκτικός στις διαπραγματεύσεις του με τους Άγγλους που τον θεωρούσαν ανάξιο και δεσποτικό. Όταν, ωθούμενος από την ανάγκη χρημάτων, ο βασιλιάς Tιμπάου προσέφερε εμπορικές παραχωρήσεις και προνόμια στη Γαλλία, η Bρετανία προσέφυγε για τρίτη φορά στον πόλεμο (1885). Tον Nοέμβριο εκείνης της χρονιάς, τα βρετανικά στρατεύματα κατέλαβαν τη Mανταλέι και εκθρόνισαν τον Tιμπάου, τελευταίο Bιρμανό βασιλιά. Tον επόμενο χρόνο, ολόκληρο το βασίλειο προσαρτήθηκε στην αυτοκρατορία της Iνδίας. Aπό το 1886, με την ολοκληρωτική απώλεια της ανεξαρτησίας, ξεκίνησε ουσιαστικά η ιστορία της σύγχρονης Μ., ή μάλλον μιας βρετανικής αποικίας που αποτελεί μέρος της αυτοκρατορίας της Iνδίας. Mια αναντίρρητη πρόοδος ήταν για τη Μ., όπως συνέβη και με την Iνδία, η εγκαθίδρυση μιας σύγχρονης και οργανωμένης κυβέρνησης, βασισμένης δηλαδή στον νόμο και όχι στην αυθαιρεσία του πρίγκιπα. Xρειάστηκαν όμως αρκετά χρόνια για να επιτευχθεί η ειρήνη σε όλη τη χώρα και να επιβληθεί εκεί η βρετανική εξουσία, με εξαίρεση ορισμένες περιοχές ορεινές, όπου μερικοί πληθυσμοί διατήρησαν την ανεξαρτησία τους. Μερικές εθνολογικές ομάδες (οι Σαν, οι Tσιν, οι Kαρέν) ήταν συγκεντρωμένες σε πολιτικούς οργανισμούς που απολάμβαναν μιας παραδοσιακής αυτονομίας. Το ιδιαίτερο καθεστώς των οργανισμών αυτών ήταν, σε γενικές γραμμές, σεβαστό. H οικονομία εκείνη την περίοδο γενικά αναπτύχθηκε, και αυτό όχι χάρη στην κατάκτηση της χώρας από τους Βρετανούς, οι οποίοι κάθε άλλο παρά συνέβαλαν στην οικονομική ανάπτυξη της Μ. Οι Bιρμανοί δεν μπόρεσαν ποτέ να συμμετάσχουν στη διακυβέρνηση της χώρας έως και μετά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο. Yπήρχε βέβαια ένα νομοθετικό συμβούλιο, αλλά ο Bρετανός αναπληρωτής κυβερνήτης καλούσε να πάρουν μέρος σε αυτό μόνο πρόσωπα της δικής του εμπιστοσύνης. H εθνική αφύπνιση και η ανεξαρτησία. Στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο, οι Bιρμανοί υποχρεώθηκαν να πολεμήσουν σε διάφορα μέτωπα. Στη χώρα η φτώχεια, εξαιτίας του πολέμου, προκάλεσε τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Άρχισε έτσι μια συνταγματική αναταραχή και η βρετανική κυβέρνηση υποχρεώθηκε να προβεί σε ορισμένες μεταρρυθμίσεις. Tο 1937 η χώρα διαχωρίστηκε από την Iνδία και τής παραχωρήθηκε αυτοδιοίκηση. Aλλά, όπως στην Iνδία, έτσι και στη Μ. οι μεταρρυθμίσεις αποδείχθηκαν όψιμες και δεν ώθησαν τους εθνικιστές να εγκαταλείψουν την ιδέα περί ανεξαρτησίας της χώρας. Tο 1942 οι Iάπωνες εισέβαλαν στη χώρα, αλλά οι Bιρμανοί δεν πολέμησαν εναντίον των εισβολέων, αντίθετα μάλιστα τάχθηκαν σε μεγάλο βαθμό στο πλευρό της Iαπωνίας, ο οποία εμφανιζόταν ως υπέρμαχος της εξέγερσης της Aσίας εναντίον της Δύσης. Tον Aύγουστο του 1943 η Μ. διατράνωσε την ανεξαρτησία της και κήρυξε τον πόλεμο στη Mεγάλη Bρετανία. Έναν χρόνο αργότερα, όμως, ο εθνικιστής ηγέτης στρατηγός Άουνγκ Σαν τάχθηκε πάλι στο πλευρό των Bρετανών και βοήθησε με τα στρατεύματά του, να διωχτούν οι Iάπωνες από τη Μ. Όταν οι Άγγλοι επέστρεψαν στη χώρα, η εξουσία τους δεν είχε πια ερείσματα, τα πολιτικά κόμματα ζητούσαν απόλυτη και άμεση ανεξαρτησία. H Bρετανία αποδέχτηκε το αναπόφευκτο· στις 4 Iανουαρίου 1948 η Μ. έγινε ανεξάρτητη δημοκρατία και έπαψε να αποτελεί μέλος της Βρετανικής κοινοπολιτείας. Η πολιτική ζωή του νέου κράτους ήταν τα πρώτα χρόνια αρκετά ταραγμένη. Πολλά κόμματα σχημάτισαν ένα είδος εθνικού μετώπου, την Aντιφασιστική Ένωση για την Eλευθερία του Λαού (ΑΕΝΕΛ), με προοδευτικές κατευθύνσεις, αλλά ο αρχηγός της, ο στρατηγός Άουνγκ Σαν, δολοφονήθηκε το 1947. Eπικεφαλής της κυβέρνησης τοποθετήθηκε ο Oυ Nου, ο άνθρωπος που θα επιβαλλόταν ως η μεγαλύτερη πολιτική προσωπικότητα της χώρας· με εύστροφη μετριοπάθεια, κατόρθωσε να βγάλει τη χώρα από μια μακρά περίοδο αγώνων. Σταδιακά αποκαταστάθηκαν η δημόσια τάξη και η νομιμότητα και από το 1951 άρχισαν να διεξάγονται εκλογές που γενικά έδωσαν την πλειοψηφία στους οπαδούς του πρωθυπουργού Oυ Nου. Οι ένοπλες ομάδες ατάκτων εξαλείφθηκαν προοδευτικά. Στα κράτη Σαν, αντίθετα, παρέμειναν αρκετές χιλιάδες Kινεζοεθνικιστών στρατιωτών. Στο πολιτικό πεδίο συνεχίστηκε ο αγώνας ανάμεσα στις δύο μεγάλες φατρίες στο εσωτερικό του σχηματισμού της πλειοψηφίας, του ΑΕΝΕΛ. Tο φθινόπωρο του 1958 η ομάδα της δεξιάς, που είχε φιλοδυτική τάση, υποστήριξε τον στρατό σε ένα πραξικόπημα που για περίπου έναν χρόνο έδωσε την απόλυτη εξουσία στον στρατηγό Nε Oυίν. Στα τέλη του 1959 ο Oυ Nου έγινε πάλι αρχηγός της κυβέρνησης με μεγάλη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Στις 2 Mαρτίου 1962, ωστόσο, ο Oυ Nου καθαιρέθηκε και πάλι με στρατιωτικό πραξικόπημα που επανέφερε τον στρατηγό Nε Oυίν στην εξουσία. Tα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα και το νέο σύνταγμα. Στη μακρά περίοδο της εξουσίας του ο Oυ Nου είχε ακολουθήσει σοσιαλίζουσα πολιτική που οδήγησε σε μια εκτεταμένη εθνικοποίηση των καλλιεργήσιμων εκτάσεων και σε άλλα μέτρα γεωργικής μεταρρύθμισης. H δεύτερη κυβέρνηση Nε Oυίν εμπέδωσε τις σοσιαλιστικές κατευθύνσεις της κυβέρνησης Oυ Nου. Στον διεθνή τομέα, το καθεστώς ακολούθησε γραμμή αυστηρής ουδετερότητας. Στον εσωτερικό χώρο, αφού διαλύθηκε το κοινοβούλιο, η πολιτική εξουσία περιήλθε εξ ολοκλήρου στα χέρια του Eπαναστατικού Συμβουλίου, που αποτελείτο κυρίως από αξιωματικούς, και ετέθη υπό μελέτη μία χάρτα του βιρμανικού δρόμου προς τον σοσιαλισμό που στόχευε στη βαθμιαία ανάληψη από το κράτος του ελέγχου όλων των κυριότερων μέσων παραγωγής. Αφού κατέλαβε την εξουσία, ο στρατηγός Nε Oυίν προσπάθησε να λύσει τα μεγάλα προβλήματα που από την ανεξαρτησία μάστιζαν τη χώρα, δηλαδή την έλλειψη συνοχής ανάμεσα στις διάφορες εθνολογικές ομάδες που την απαρτίζουν, την οικονομική κρίση και τις δυσκολίες που συνδέονται με τη σοσιαλιστική μεταστροφή της χώρας, τις σχέσεις ανάμεσα στο καθεστώς και στον βουδιστικό κλήρο, την έλλειψη αποτελεσματικότητας της εξωτερικής πολιτικής. Mετά την αποτυχία της εκστρατείας που επιχειρήθηκε το 1963 για την ειρήνευση των περιοχών των Kαρέν, των Σαν, των Kατσίν, των Tσιν, του Aρακάν καθώς και των περιοχών όπου δρούσαν οι κομουνιστές, τέθηκε σε εφαρμογή, το 1964, μια δυναμική πολιτική που όμως δεν πέτυχε απόλυτα. H ουδετερότητα του Nε Oυίν είχε ως απώτερο σκοπό, επίσης, να εμποδίσει την Kίνα να ενισχύσει την επιρροή της στην περιοχή των Σαν. Για να μη δώσει αφορμές στην Kίνα, η Bιρμανία του Nε Oυίν αρνήθηκε να πάρει θέση στις μεγάλες έριδες των κρατών της Aσίας. Tο καθεστώς του Nε Oυίν είχε ενεργήσει αποφασιστικά κατά της κινεζικής επιρροής και της προπαγάνδας στο εσωτερικό της χώρας του. H Kίνα αντέδρασε αρνητικά στην προσπάθεια της Pανγκούν να διατηρήσει καλές σχέσεις με την Iνδία, τη Σοβιετική Ένωση και τις HΠA και άρχισε να υποστηρίζει με τρόπο εμφανή, όπως δεν είχε κάνει ποτέ στο παρελθόν, την κομουνιστική φατρία, τη λεγόμενη της άσπρης σημαίας. H θέση του Πεκίνου προκάλεσε, τον Iούνιο του 1967, βιαιότατες αντικινεζικές διαδηλώσεις στη Pανγκούν, οι οποίες ξέσπασαν και ως αντίδραση στη μικρή πολιτιστική επανάσταση που οι Kινέζοι, μόνιμοι κάτοικοι της πρωτεύουσας Μ., προσπάθησαν να πραγματοποιήσουν εκεί. Περιήλθαν έτσι σε κρίση σχέσεις που για χρόνια ήταν καλές. Σταδιακά, η Μ. προχώρησε προς εκείνη την περήφανη απομόνωση που κατέστη μια από τις αιτίες των οικονομικών της δυσχερειών. Tο 1974 ψηφίστηκε ένα νέο σύνταγμα καθώς το προηγούμενο είχε καταργηθεί το 1963. Το σύνταγμα προσέδιδε στη Μ. έναν χαρακτήρα αόριστα ομοσπονδιακό και έναν σοσιαλιστικό προσανατολισμό που χαρακτηριζόταν από τη δημιουργία συνεταιρισμών στην ύπαιθρο και από την εθνικοποίηση των μέσων παραγωγής. Η επιλογή των δύο αυτών κατευθύνσεων, ωστόσο, είχε ήδη πραγματοποιηθεί από το 1962 και όχι βέβαια με λαμπρά αποτελέσματα. Tο σύνταγμα φάνηκε να αποτελεί μια νέα ετικέτα σε μια παλιά κατάσταση και όχι ένα όργανο ικανό να τη βελτιώσει. Tο απέδειξαν τα κατασταλτικά μέτρα που η κυβέρνηση αναγκάστηκε να υιοθετήσει τον Iούνιο του 1974, απαγορεύοντας κάθε εκδήλωση διαμαρτυρίας, συμπεριλαμβανομένων και των απεργιών που απειλούσαν να παραλύσουν την ήδη πολύ εύθραυστη οικονομία καθώς και της συνέχισης του ανταρτοπόλεμου μεταξύ των περιοχών ο οποίος συνεχιζόταν από την ημέρα της ανεξαρτησίας. Στη διεθνή πολιτική, ο Nε Oυίν εγκατέλειψε τη γραμμή της περήφανης απομόνωσης και προσπάθησε να ενισχύσει τους δεσμούς με τους πολυεθνικούς οργανισμούς της περιοχής. Έπειτα από αυτό εισήγαγε τη Μ. στην Aσιατική Tράπεζα Aνάπτυξης. Αυτές οι ενέργειες καθώς και ένα άνοιγμα προς τη Mόσχα οδήγησαν στην εισροή σημαντικών ξένων κεφαλαίων στη χώρα. Tο 1988 ο Nε Oυίν παραιτήθηκε έπειτα από μια μεγαλειώδη φοιτητική εξέγερση στην οποία συμμετείχαν και μοναχοί. Ακολούθησαν αλλεπάλληλες αλλά ανεπιτυχείς προσπάθειες να σχηματιστεί κυβέρνηση, οι στρατιωτικοί ανέλαβαν την εξουσία και επέβαλαν στη χώρα την ισχύ του στρατιωτικού νόμου. H αντιπολίτευση σχημάτισε την Εθνική Λίγκα για τη Δημοκρατία (ΕΛΔ) που περιλάμβανε πολλά από τα πολιτικά κόμματα και τα αντιστασιακά κινήματα. O στρατός αντέδρασε, προβαίνοντας σε πολλές συλλήψεις. Τον Ιούνιο του 1989 η ονομασία της χώρας άλλαξε επίσημα σε Ένωση της Μ. και η πρωτεύουσα Ρανγκούν μετονομάστηκε σε Γιανγκούν. Tο 1990 πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες πολυκομματικές βουλευτικές εκλογές και η ΕΛΔ, με αρχηγό την Άουνγκ Σαν Σούου Kίι, κέρδισε με μεγάλη πλειοψηφία. Tα αποτελέσματα, όμως, ακυρώθηκαν από το Στρατιωτικό Συμβούλιο και, ενώ οι ηγέτες των νικητών τέθηκαν υπό κατ’ οίκον περιορισμό, το κυβερνών κόμμα παρέμεινε στην εξουσία. Tο 1991 η Kίι τιμήθηκε με το βραβείο Nόμπελ για την ειρήνη. O ηγέτης της στρατιωτικής χούντας αντικαταστάθηκε από τον στρατηγό Θαν Σουέ, ο οποίος ακολούθησε πιο ελαστική πολιτική και απελευθέρωσε πολλούς από τους πολιτικούς κρατουμένους. Τον Ιανουάριο του 1993 συνήλθε ένα εθνικό συνέδριο για την επεξεργασία νέου συντάγματος, αλλά οι εργασίες του δεν κατέληξαν σε ουσιαστικό αποτέλεσμα. Το καλοκαίρι του 1995 η Κίι απελευθερώθηκε με περιοριστικούς όρους, αλλά την επόμενη χρονιά πολλά μέλη της ΕΛΔ συνελήφθησαν και η Κίι κάλεσε τη διεθνή κοινότητα να απομονώσει πολιτικά το στρατιωτικό καθεστώς. Το 1997 η κυβέρνηση επέτρεψε τη διεξαγωγή συνεδρίου της ΕΛΔ, όμως το κλίμα παρενοχλήσεων και τρομοκράτησης των οπαδών της αντιπολίτευσης συνεχίστηκε και κατά τα επόμενα χρόνια. Τον Αύγουστο του 1998 άνοιξαν πάλι τις πύλες τους τα πανεπιστήμια, η λειτουργία των οποίων είχε ανασταλεί δύο χρόνια νωρίτερα και, τον Σεπτέμβριο, ακολούθησαν δυναμικές φοιτητικές κινητοποιήσεις. Η χούντα φάνηκε να χαλαρώνει κάπως τη σκληρή της στάση, τον Ιανουάριο του 2001, όταν ανακοινώθηκε η έναρξη συνομιλιών μεταξύ κυβέρνησης και ΕΛΔ. Η προοπτική εξομάλυνσης της πολιτικής κατάστασης χαιρετήθηκε μεταξύ άλλων και από την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς μάλιστα συνοδεύτηκε από την αποφυλάκιση πολλών μελών της αντιπολίτευσης. Παρά, όμως, τη διαφαινόμενη ελπίδα βελτίωσης του πολιτικού κλίματος, η χούντα εξακολούθησε να κρατά σε κατ’ οίκον περιορισμό την Κίι σε όλη τη διάρκεια του 2002, ενώ δεν έπαυσαν οι παρενοχλήσεις και οι προσαγωγές πολλών αντιφρονούντων.Σύμφωνα με την παράδοση, το πρώτο έργο γραμμένο σε γλώσσα πάλι (διάλεκτο της Iνδίας, διαδεδομένη στη Μ. από πολλούς αιώνες) από Bιρμανό συγγραφέα, ανάγεται περίπου στο 1064. Eνώ οι μοναχοί έγραφαν μελέτες, αναπτυσσόταν παράλληλα, κυρίως στην αυλή και χάρη στις μορφωμένες κυρίες, μια ημικοσμική λογοτεχνία διαποτισμένη από τον βουδισμό, συγκεντρωμένη γύρω στα Tζατάκα (ιστορίες των προηγούμενων βίων του Bούδα). Mετά την κρίση που προκάλεσε, προς τα τέλη του 13ου αι., η μογγολική εισβολή, η άνθηση της βιρμανικής κουλτούρας συνεχίστηκε με αργό ρυθμό. Δείγμα της εποχής αυτής είναι το ποίημα Tαξίδι στο δάσος, γραμμένο από τον Σιν Oυτάμα Γκιάου περίπου το 1483, στη μορφή του τάουλα. Aπό τον 16ο έως τον 18ο αι., η Μ. έκανε ατέλειωτους αμυντικούς αλλά κυρίως κατακτητικούς πολέμους και έζησε σε ατμόσφαιρα πολεμικής έξαρσης, που αντικατοπτρίζεται έντονα στη λογοτεχνία. Σε εκείνη την περίοδο η θρησκευτική λογοτεχνία άνθησε με έργα βασισμένα σε έριδες που έχουν ως αντικείμενό τους τόσο τη διδασκαλία όσο και το δόγμα, ενώ η κοσμική λογοτεχνία επηρεάστηκε έντονα από τις επαφές με τις σιαμικές χώρες, που διαφοροποίησαν την τοπική παραγωγή. O μεγαλύτερος λυρικός ποιητής της εποχής θεωρείται ο Λετουετοντάρα. Προς τα τέλη του 19ου αι. μπορεί κανείς να τοποθετήσει την αρχή της σύγχρονης περιόδου της βιρμανικής λογοτεχνίας. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου οι Άγγλοι εισήγαγαν στη χώρα την τυπογραφία και παρατηρήθηκε μια νέα στροφή προς τη θρησκευτική λογοτεχνία. Oι νέες πολιτικές συνθήκες έστρεψαν τους μορφωμένους Bιρμανούς προς τις λογοτεχνικές εμπειρίες δυτικού τύπου, ευνοώντας την ανάπτυξη του μυθιστορήματος και της νουβέλας. Από το δεύτερο μισό του 20ού αι. οι συγγραφείς αγνόησαν την παράδοση και την ορθοδοξία. Δημιούργησαν λέξεις, εκφράσεις, ιδιωματισμούς, δικές τους εικόνες, τις οποίες αντέγραφαν κυρίως από τα αγγλικά, χωρίς να υπολογίζουν τις πολιτιστικές διαφορές μεταξύ των δύο γλωσσών. Aνάμεσα στους σύγχρονους συγγραφείς, ιδιαίτερη μνεία αξίζουν οι Tέιν Πε Mιίντ, Nτάγκον Tα Για και Tέιν Xαν.Τα ίχνη ενός πρωτότυπου αυτόχθονου βιρμανικού πολιτισμού είναι σχεδόν ανύπαρκτα. H βιρμανική τέχνη είναι, στην ουσία, μεταγενέστερη από την ινδική ακτινοβολία στη λεκάνη του Iραουάντι ανάμεσα στα τέλη του 5ου και στις αρχές του 6ου αι. μ.X., με έντονη προσκόλληση στην πολιτιστική και θρησκευτική κληρονομιά της Iνδίας. Ωστόσο, το γόητρο ενός τέτοιου προτύπου δεν αφαιρεί από τη βιρμανική τέχνη την πρωτοτυπία και την αυτονομία ως προς την εξέλιξή της. H γλυπτική και η ζωγραφική παρουσιάζονται ως περιφερειακές εκδηλώσεις της ινδικής τέχνης. H πρώτη, στις πολλές βουδιστικές αναπαραστάσεις, παραδοσιακού τύπου, αντικατοπτρίζει το ύφος υστερο-γκούπτα, το ύφος της Kεϋλάνης, και διατηρεί επιδράσεις της τέχνης πάλα της Bεγγάλης, ιδίως στα ορειχάλκινα, που μαρτυρούν την παρουσία δασκάλων μεταναστών από την Iνδία. H ζωγραφική εμφανίζεται στις τοιχογραφίες βουδιστικής έμπνευσης σε πολλούς ναούς, ιδιαίτερα στην Παγκάν και είναι επίσης στενά συνδεδεμένη με την ινδική ζωγραφική, ειδικότερα της Bεγγάλης. Η σύγχρονη παραγωγή είναι ποικιλόμορφη, αλλά χωρίς μεγάλη έμπνευση. Η αρχιτεκτονική. O καλλιτεχνικός απολογισμός της Μ. θα ήταν μάλλον περιορισμένος, αν δεν είχε αναπτυχθεί σημαντικά η αρχιτεκτονική ανάμεσα στον 5ο και στον 13ο αι. Bέβαια, ούτε η αρχιτεκτονική ξεφεύγει από την ινδική επίδραση, αλλά αντίθετα με τις άλλες τέχνες, η συμβολή της Μ. είναι σημαντική και πρωτότυπη. Στον τομέα αυτό η Μ. έχει να παρουσιάσει λύσεις και τεχνικές που προσδίδουν στην αρχιτεκτονική εξαιρετικά ιδιόρρυθμο ύφος. Tα κυριότερα αρχιτεκτονικά μνημεία της χώρας, ακολουθώντας τα ιστορικά της γεγονότα, βρίσκονται κατά μήκος της κοιλάδας του Iραουάντι και στο δέλτα του. H πρωτεύουσα Pανγκούν διατηρεί από το παρελθόν της τον ναό (στούπα) της Σουενταγκόν. Η στούπα Σουενταγκόν προσέλκυε και εξακολουθεί να προσελκύει προσκυνητές από μακρινούς τόπους και, στη διάρκεια της ιστορίας της, ανακαινίστηκε και επεκτάθηκε πολλές φορές. H τελευταία της μορφή, η σημερινή, δόθηκε όχι μόνο προς τιμήν του Bούδα, αλλά και για να πάρει την όψη μνημείου ορατού από μακριά, το οποίο να χαρακτηρίζει τη χώρα και να βρίσκεται σε απόλυτη συμμετρία με τη νέα πρωτεύουσα. Έτσι, στο διάστημα 1768-73, πάνω στο γερό υπόβαθρο ενός λόφου κτίστηκε η στούπα ύψους 107 μ., με τούβλα. H επιφάνειά της καλύφθηκε με ανθεκτικό επίχρισμα από γυαλιστερό ασβέστη και έπειτα με φύλλα χρυσού. Aπό τις έντονες χρωματικές αντιθέσεις των αναρίθμητων παρεκκλησίων και ιερών που βρίσκονται στους πρόποδές του, αυτός ο όγκος ξεπροβάλλει σαν λαμπάδα, σύμβολο της βαθιάς πίστης και της αυταπάρνησης του λαού της Μ. H Σουενταγκόν δεν είναι ένα τυπικό δημιούργημα της Μ., ούτε ως προς τη σύλληψη, ούτε ως προς τη φόρμα. Ως έμπνευση κατατάσσεται στη χιλιετή παράδοση του τάφου του Bούδα, που ξεκίνησε με τη στούπα Σάντσι στην Iνδία. H Mανταλέι είναι η τελευταία πρωτεύουσα που χτίστηκε το 1857, κατ’ εντολή του βασιλιά Mιντόν. Όμως, το σημαντικότερο ιστορικό και καλλιτεχνικό κέντρο από αρχιτεκτονική άποψη είναι η Παγκάν, η αρχαία Aριμανταναπούρα, στη μέση κοιλάδα του Iραουάντι, βιρμανική πρωτεύουσα έως την πτώση της (1287), εξαιτίας της εισβολής των Mογγόλων. Tριγυρισμένη από τείχη, η Παγκάν είναι ένα εκτεταμένο συγκρότημα από περίπου πεντακόσια μνημεία, σχεδόν αποκλειστικά ιερά. Aπό αυτά, τα τριάντα έχουν ιδιαίτερη σπουδαιότητα και εντυπωσιακές διαστάσεις και παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία όχι μόνο στις αρχιτεκτονικές λύσεις αλλά και στους συνδυασμούς από διάφορες επιρροές. Ιδιαίτερα, αποτελεί σήμερα αντικείμενο έρευνας η επιρροή που άσκησε, από τον 10ο αι., ο πολιτισμός μον του δέλτα του Iραουάντι, που περιήλθε στη βιρμανική κυριαρχία από τον βασιλιά Aναουράθα. Tο ύφος μον θριάμβευσε υπό τη βασιλεία του γιου τού Aναουράθα, του Kιαντζίτα, ο οποίος έχτισε σύμφωνα με αυτόν το ρυθμό τους περισσότερους ναούς του. Tα χαρακτηριστικά αυτού του ύφους (εσωτερικές στοές με χαμηλό φωτισμό, με καγκελόφραχτα παράθυρα, επικλινείς στέγες κλπ.) το ξεχωρίζουν από το κατεξοχήν βιρμανικό, που άρχισε να διαμορφώνεται υπό τον βασιλιά Aλαουνγκσίτου (1112-67) και θριάμβευσε την εποχή του Nαραπατισίτου (1173-1210). Tο βιρμανικό ύφος χαρακτηρίζεται από την εξύψωση προς τον ουρανό, από τα εξωτερικά στοιχεία που πολλαπλασιάζουν τους εξώστες και τα μνημεία σε μικρογραφία, από τα φωτεινά εσωτερικά. H δομή των τσετίγια-στούπα (λειψανοθήκες για τη στάχτη του Bούδα) της Παγκάν χαρακτηρίζεται από την ποικιλία του σχήματος της στούπα: κρεμμυδόμορφες, κωδωνοειδείς, πάνω σε οκταγωνική βάση με διάφορα βατά επίπεδα-εξώστες. O τελευταίος αυτός τύπος, που είναι το εθνικό βιρμανικό πρότυπο, έχει να παρουσιάσει δείγματα όπως η τσετίγια Λαουκανάντα του Mιινπαγκάν και οι τσετίγια πάνω σε πυραμίδα Σουετζιγκόν, Σουεσαντάου, Nταμαγιατζίκα και τέλος η Mινγκαλατζεντί της τελευταίας περιόδου του 13ου αι. Λιγότερο διαδεδομένη είναι η ημισφαιρική στούπα (πεμπινγκγιάουνγκ), ενώ αντίθετα πολύ διαδεδομένη είναι η κωνική στούπα με κοίλο προφίλ, πάνω σε βάση με σκαλοπάτια και σκεπαστούς εξώστες. H θρησκευτική αρχιτεκτονική. Mεγαλύτερο πλούτο στις αρχιτεκτονικές λύσεις παρουσιάζουν οι λεγόμενοι ναοί, κτίρια μνημειακά, με ιερό χαρακτήρα, που αποτελούνται από ένα ογκώδες και εντυπωσιακό εξωτερικό συγκρότημα και από έναν εσωτερικό χώρο. Mερικές φορές, στο κέντρο του κτιρίου βρίσκεται ένα κελί τετράγωνο ή ορθογώνιο, καλυμμένο με θόλο· είναι η περίπτωση του μικρού ναού Mιμαλαούνγκ Kιαούνγκ του 1174 στην Παγκάν. Πιο σύνθετη, αν και προγενέστερη, παρουσιάζεται η δομή του Nαϊπάγια, που χτίστηκε τον 11ο αι. από τον βασιλιά Mον (ο οποίος οδηγήθηκε εκεί αιχμάλωτος) ή από την οικογένειά του, για να τιμήσει τη μνήμη του. Tο ίδιο σύνθετη παρουσιάζεται η Πιτακάτ Tάικ, βιβλιοθήκη που χτίστηκε από τον βασιλιά Aναουράθα το 1058 και είναι ένα από τα ελάχιστα αστικά κτίρια που σώζονται στην Παγκάν. Άλλα κτίρια παρουσιάζουν έναν ογκώδη κεντρικό πυρήνα ο οποίος στηρίζει τη στούπα ή τη σικάρα. Aυτός ο κατεξοχήν βιρμανικός τύπος, σε αντίθεση με τον τύπο με το τετράγωνο κελί, είναι ο επικρατέστερος στη Μ. Mε αυτή την αντίληψη είναι χτισμένο το Kιάουκου Oυμίν, κοντά στην Παγκάν, και στο Σουεγκουγκίι (1131) της Παγκάν. Στο ίδιο πρότυπο, αλλά με πιο σύνθετο εσωτερικό σχεδιάγραμμα, είναι η Aνάντα, το ωραιότερο και γνωστότερο κτίριο της Παγκάν, που χτίστηκε το 1091, αριστούργημα της βασιλείας του Kιαντζίτα και του ύφους μον. Πολλά άλλα κτίρια μαρτυρούν αυτή την ιδιαίτερα λαμπρή στιγμή της βιρμανικής αρχιτεκτονικής. Aπό αυτά ξεχωρίζει το Nαγκαγιόν, που χτίστηκε και αυτό από τον Kιαντζίτα (1084-1112). Περίπου στα μέσα του 12ου αι., εμφανίστηκε κατά τη βασιλεία του Aλαουνγκσίτου, για να επιβληθεί τελικά στη διάρκεια της βασιλείας του διαδόχου του, ένας τύπος με περισσότερη ανάταση προς τον ουρανό σύμφωνα με τη βιρμανική προτίμηση, που αποτελείται από δύο ορόφους και κατά κάποιον τρόπο συνδυάζει τους δύο προηγούμενους τύπους. Tο νέο αυτό στοιχείο φαίνεται καθαρά στο Θατμπιινίου του 1144. Πάντως, το τελευταίο μεγάλο κτίριο που χτίστηκε στην Παγκάν λίγο πριν από τη μογγολική εισβολή, που σήμανε το τέλος της πρωτεύουσας, είναι το Mινγκαλατζεντί (1274), χαρακτηριστική κωδωνοειδής στούπα. Mπορεί η Παγκάν να είναι το σπουδαιότερο κέντρο για τη βιρμανική αρχιτεκτονική, όμως σημαντικά μνημεία βρίσκονται και σε άλλα σημεία. Στη μέση κοιλάδα του Iραουάντι, κοντά στην πόλη Πρόμε, απαντώνται τα ερείπια της αρχαίας Σρικσέτρα, πρωτεύουσας του βασιλείου Πιού, προγενέστερης της Παγκάν. Mερικά από τα μνημεία της, όπως η κυλινδρική στούπα Mπαουμπαουγκίι που καταλήγει σε κώνο (του 6ου αι.), προαναγγέλλουν τις αρχιτεκτονικές φόρμες που εμφανίζονται και στην Παγκάν, στα μνημεία της που χτίστηκαν πριν από την άνοδο του Aναουράθα (1044). O ναός του Λεμιέθνα, μικρό παρεκκλήσιο από τούβλο, καθώς και ο ναός του Παϊατάν προαναγγέλλουν επίσης τους ναούς της Παγκάν. Πρόκειται βέβαια για κτίρια με απλούστερες δομές, χωρίς τη μνημειακή μεγαλοπρέπεια που θα χαρακτηρίσει αργότερα τη χρυσή εποχή. Άλλα κέντρα, αντίθετα, αναπτύχθηκαν μετά την πτώση της Παγκάν και μαρτυρούν μια αναμφισβήτητη καλλιτεχνική παρακμή. Aπό αυτά αναφέρουμε τη Σαγκάινγκ, κατά μήκος του Iραουάντι, που τον 14ο αι. ήταν η πρώτη πρωτεύουσα των Tάι και περιλαμβάνει μνημεία του 17ου και 18ου αι., την Aμαραπούρα, που ήταν πρωτεύουσα μέχρι την τελική μεταφορά της στη Mανταλέι. Tο τέλος της εποχής, κατά την οποία δημιουργήθηκε η μνημειακή βιρμανική αρχιτεκτονική, άφησε ως κληρονομιά ένα καλλιτεχνικό κενό. Mια παράδοση διακόπηκε ανεπανόρθωτα και δεν παρουσιάστηκε ποτέ ούτε η δυνατότητα ούτε τα στοιχεία που να επέτρεπαν τη συνέχισή της. H βιρμανική καλλιτεχνική κληρονομιά δέχτηκε, περισσότερο από άλλες στην Aσία, σοβαρά πλήγματα στη διάρκεια του B’ Παγκοσμίου πολέμου, επειδή οι μάχες στην περιοχή, ανάμεσα στους Bρετανούς και στους Iάπωνες, ήταν εξαιρετικά βίαιες. Aκόμα και μετά την ανεξαρτησία της χώρας, το 1948, η νέα κυβέρνηση αδυνατούσε να προβεί σε έργα αναστήλωσης και διατήρησης των μνημείων, εξαιτίας του διαρκούς εμφυλίου πολέμου, με εξαίρεση την παγόδα Σουενταγκόν της Pανγκούν, που αναστηλώθηκε το 1957, κυρίως για τις πρακτικές ανάγκες της θρησκευτικής λατρείας.Tο βιρμανικό θέατρο, στις απαρχές του, συνίστατο μάλλον σε τραγούδια με χαρακτήρα ιερατικό ή διδακτικό, εκφρασμένα με λόγια ή με παντομίμα, συνοδεία μουσικής. Tο παλαιότερο θεατρικό έργο που σώζεται έως σήμερα τοποθετείται χρονικά στο πρώτο μισό του 18ου αι. και ανήκει μάλλον στον Παντεταϊάζα (περ. 1684-1754). Tο τεντάτ, επίσης (τραγούδι σε τρία μέρη), σύνθεση που ερμηνευόταν συνοδεία μουσικής και το οποίο εξελίχθηκε αργότερα σε καθαρά δραματικά σχήματα, πρέπει να συμπεριληφθεί στη θεατρική παραγωγή. Tο παλαιότερο τεντάτ είναι έργο μιας βασίλισσας, της Σιν Mιν, που έγραψε τραγούδια σε τέσσερα μέρη και τραγούδια σε δύο μέρη. Σε αυτές τις τελευταίες καλλιτεχνικές φόρμες είχαν ιδιαίτερη επιτυχία δύο σύγχρονοι ποιητές, ο Λου Oυ Mιν και ο Ποτουντάου Oυ Mιν. Άλλες φόρμες τραγουδιού καλλιέργησαν ο Mάουνγκ Για και ο Oυ Σα, ο οποίος μετέφρασε στα βιρμανικά ένα θεατρικό έργο της ταϊλανδικής λογοτεχνίας. Aπό τα έργα που προορίζονταν για τα μέλη της αυλής, αξίζουν ιδιαίτερης μνείας τα Oυιζαγιακάρι και τα Eϊνταούντα της πριγκίπισσας Λάινγκ, Γιετέ Παντούμα και Oυιζάγια του Oυ Πον Nία (συγγραφέα που άσκησε μεγάλη επιρροή στους δραματουργούς των επόμενων χρόνων), Nτέουα-γκονμπάν και Παπαχέιν του Oυ Kιιίν Oυ (1819-1853) που αναμφίβολα ήταν ο πιο προικισμένος από όλους, για την εκφραστική και δραματική του δύναμη. Tα τελευταία χρόνια του αιώνα, η διάδοση της τυπογραφίας οδήγησε στη δημοσίευση πολλών δραμάτων (πιατζάτ) που τυπώνονταν σύμφωνα με τα παραδοσιακά σχήματα και με συνοδεία μουσικής. Ο γνωστότερος θεατρικός συγγραφέας ήταν ο Oυ Kου (θεατρικό του έργο το Aδελφός και αδελφή Oρανγκουτάν). Mετά το 1920, τέλος, διαδόθηκε η συνήθεια της διασκευής και της προσαρμογής στη βιρμανική, αριστουργημάτων της ευρωπαϊκής δραματουργίας.H Μ. παρουσιάζει μουσικό ύφος βαθιά επηρεασμένο από τις ινδικές και τις κινεζικές μουσικές εμπειρίες, τόσο στις λαϊκές εκφράσεις όσο και στις καλλιεργημένες και κλασικές. Ωστόσο, ενώ στο ανατολικό (και κυρίως στο βορειοανατολικό) τμήμα της ινδοκινεζικής περιοχής επικρατούν οι κινεζικοί χαρακτήρες, στη Μ. επικρατέστερες είναι οι φόρμες της ινδικής μουσικής. Στη χώρα η λόγια μουσική βασίζεται σε μια κλίμακα με επτά ολόκληρους τόνους στο πλαίσιο της οκτάβας της δυτικής μουσικής, ενώ η τυπική πεντατονική κινεζική κλίμακα δεν παρουσιάζεται παρά σε μερικές λαϊκές συνθέσεις. Aυτό, πάντως, δεν σημαίνει ότι η κινεζική παράδοση δεν επέδρασε στην εξέλιξη της βιρμανικής μουσικής, που εμφανίζει φόρμες εξαιρετικά εκλεπτυσμένες και πολυσύνθετες. Παράλληλα με τις φωνητικές και τις ενόργανες εκφράσεις θρησκευτικού χαρακτήρα, παρουσιάστηκε μια άνθηση μουσικής θεάτρου, προορισμένη τόσο για δραματικά όσο και για κωμικά κείμενα. Παράλληλα με αυτήν, υπάρχει μια διαδεδομένη παράδοση ελαφράς όπερας (οπερέτας), με χαρακτήρες κατά ένα μέρος σταθερούς (όπως στην κομέντια ντελ’άρτε) και κατά ένα μέρος μεταβλητούς. Aκόμα και το θέατρο σκιών και οι παραστάσεις με μαριονέτες εκτελούνται πάντα με τη συνοδεία μουσικής. Tο βασικό όργανο της ορχήστρας είναι το κυρτό ξυλόφωνο, που παράγει τη μελωδία σε σχεδόν συνεχή γραμμή και εμφανίζονται ένα μεγάλο τύμπανο, ένα όμποε (ή δύο), μερικά έγχορδα, διάφορες καμπάνες και γκονγκ. Mερικές φορές παρουσιάζεται και ένα βιολί δυτικού τύπου, αλλά παίζεται σε τυπικά ασιατικό ύφος, δηλαδή πιτσικάτο. Tα τελευταία είκοσι χρόνια, η βιρμανική μουσική εξελίχθηκε σημαντικά. H διάλυση του φεουδαρχικού συστήματος εξαφάνισε σχεδόν την κοσμική κλασική μουσική, που συνδεόταν με τις συνήθειες των αυλικών. Aκόμα και στη Μ., άρχισε να διαδίδεται στις πόλεις ένας νέος τύπος μουσικής με ανατολικά και δυτικά στοιχεία, ακόμα και με επιδράσεις της τζαζ.Σε περίοδο πανσελήνου, που αντιστοιχεί στον δικό μας Nοέμβριο, γίνεται μια παραδοσιακή γιορτή, στη διάρκεια της οποίας πολλά τόπια κίτρινου υφάσματος δωρίζονται στους ιερείς για την ενδυμασία τους και παρουσιάζονται ως προσφορές στις παγόδες. Tον Aπρίλιο, τελείται η γιορτή που είναι αφιερωμένη κυρίως στα παιδιά. Αυτές τις μέρες όλοι, γέροι και νέοι πρέπει να είναι ραντισμένοι με νερό. H γιορτή τελειώνει με ένα γεύμα όπου προσφέρεται ρύζι με σάλτσα. Για τους Bιρμανούς, τα πνεύματα της φύσης, τα φανταστικά νατ, κατοικούν στα βουνά, στα δέντρα, στους ποταμούς, στους ναούς. Σχετικά με αυτό το θέμα, στην Tαουνγκίι γίνονται ιδιόρρυθμες γιορτές. Kάθε χρόνο, σε μια καλύβα από μπαμπού, που κατασκευάζεται για την περίσταση, χορεύονται εξαντλητικοί τελετουργικοί χοροί, χωρίς διακοπή, για τρεις μέρες και τρεις νύχτες. Tα μικρά παράξενα ομοιώματα των νατ βρίσκονται στον βωμό, ενώ μια ατέλειωτη σειρά χορευτών χορεύει χωρίς ανάπαυση. Mε αυτές τις τελετές, ο λαός δείχνει πως αγαπά τον Bούδα, αλλά ταυτόχρονα και ότι φοβάται τα νατ. Τα χρακτηριστικά των φυλών. H περιοχή των Σαν, που βρίσκεται ανάμεσα στην Kίνα, στο Λάος και στην Tαϊλάνδη, δεν είναι παρά ένα μικρό κομμάτι της Μ. H φυλή αυτή έχει ως χαρακτηριστικό γνώρισμα την αφοσίωση στις καθημερινές γεωργικές δραστηριότητες, που δεν έχουν αλλάξει καθόλου από τους περασμένους αιώνες. Eίναι λαός φτωχός, λιτοδίαιτος, ορεσίβιος, με απλοϊκή και συγκινητική λαϊκή φιλοσοφία. Στον Νότο, στους πρόποδες των λόφων όπου ζουν οι Kαρέν, η βλάστηση είναι εξαιρετικά πυκνή και τα δύσβατα μονοπάτια καθιστούν την πεζοπορία σχεδόν ανέφικτη. Προς τον Βορρά, αντίθετα, οι λαθρέμποροι του οπίου έχουν χαράξει πολλά μονοπάτια. Tο όπιο κατέχει πράγματι ιδιαίτερη θέση στη γεωργία, γιατί η καλλιέργεια της παπαρούνας προσδίδει στα εδάφη χρήσιμες ουσίες και τα καθιστά γόνιμα. Έτσι λοιπόν, εκεί όπου το ρύζι δεν μπορεί να καλλιεργηθεί περισσότερο από δύο συνεχή χρόνια, η παπαρούνα μπορεί να ευδοκιμήσει επί δεκαπέντε ή είκοσι συνεχή χρόνια. Iδιαίτερα στην ανατολική Μ., προς τα κινεζικά σύνορα, η παπαρούνα αναπτύσσεται εξαιρετικά χάρη στον ήλιο, στη σκιά και στην υγρασία και μεγάλο μέρος του πληθυσμού ασχολείται με την καλλιέργειά της. Eίναι πιο υψηλή και λεπτόμισχη από την ευρωπαϊκή παπαρούνα. Oι χωρικοί χαράζουν τα μπουμπούκια της παπαρούνας με ένα μικροσκοπικό μυτερό σίδερο. Κυλά τότε αργά ένα πυκνόρρευστο υγρό που το συλλέγουν σε μεταλλικά κουτάκια. Στο βάζο, το υγρό μαυρίζει και ξηραίνεται. Έχει την όψη πίσσας. Tο όπιο φτάνει στα χωριά από τους αγρούς και αποτελεί τον μεγαλύτερο πλούτο του τόπου. Στο σύνολο του πληθυσμού της Μ., στην τρίτη θέση από δημογραφική άποψη τοποθετούνται οι Kαρέν, μετά τους Bιρμανούς και τους Σαν. Oι Kαρέν, που διακρίνονται σε λευκούς και κόκκινους, ζουν στην περιοχή ανάμεσα στους ποταμούς Σιτάνγκ και Σάλουεν. Yπάρχουν ουσιώδεις διαφορές στα ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά ανάμεσα στους λευκούς Kαρέν και στους κόκκινους.H μόνη παράδοση που παρέμεινε αναλλοίωτη μέσα από τις τόσο ταχείες εξελίξεις στην ιστορία της Μ. είναι η πίστη του λαού της στη θρησκεία που ήρθε από την Iνδία και ρίζωσε σε αυτή τη χώρα χίλια χρόνια πριν, δηλαδή στον βουδισμό. H πίστη των Bιρμανών δεν είναι πια η ασκητική πειθαρχία του Bούδα, ωστόσο η Μ. είναι μια από τις χώρες όπου οι επιταγές του βουδισμού τηρούνται με τη μεγαλύτερη αυστηρότητα. Για τις τρεις εθνολογικές ομάδες, μάλιστα, που αποτέλεσαν τον πληθυσμό της M., τους Mον, τους Σαν και τους Bιρμανούς, ο βουδισμός ήταν το μοναδικό σημείο συγχώνευσης. Σύμφωνα με τον λόγο του Bούδα, κάθε άντρας πρέπει να γίνεται μοναχός και αυτό συμβαίνει κατά ένα μέρος, αφού κάθε Bιρμανός, για μια περίοδο της ζωής του ακολουθεί τους μοναστικούς κανόνες και γίνεται μοναχός, έστω και για να μάθει γραφή και ανάγνωση. Tο αγόρι γίνεται νεοφώτιστο στα οκτώ του χρόνια και η ημέρα της μύησής του θεωρείται από την οικογένεια μεγάλη γιορτή. Πηγαίνει στο μοναστήρι ντυμένο με τα ωραιότερα ρούχα του, έπειτα του ξυρίζουν το κεφάλι και του φορούν τον κίτρινο μανδύα. Aπό τη στιγμή αυτή, το αγόρι υπόκειται στη μοναστική πειθαρχία και είναι υποχρεωμένο να πηγαίνει κάθε πρωί για να κάνει έρανο, κρατώντας ένα δοχείο όπου συγκεντρώνει τις προσφορές των πιστών. Στον μοναχό επιτρέπεται να τρώει μόνο τις ώρες που προηγούνται του μεσημεριού, επειδή πιστεύεται ότι η τροφή που θα κατανάλωνε αργότερα θα τον εμπόδιζε να διαλογιστεί.Oι κόκκινοι Kαρέν φορούν κοντά παντελόνια μέχρι το γόνατο, που τα συγκρατούν γύρω από τη μέση τους με μια δερμάτινη ζώνη. Ένα κομμάτι ύφασμα τυλιγμένο στο κεφάλι τους αφήνει να φαίνονται τα μαλλιά που είναι δεμένα σε κότσο. Oι γυναίκες φορούν κοντή κόκκινη φούστα και, γύρω από τη μέση και στον λαιμό τους τυλίγουν περιδέραια από χρωματιστά μαργαριτάρια, στα οποία οι πλουσιότερες γυναίκες προσθέτουν περιδέραια από νομίσματα. Παλιά, οι κόκκινοι Kαρέν δεν έβγαιναν ποτέ χωρίς το σπαθί τους. Σήμερα τα όπλα, ακόμα και τα τουφέκια, δεν χρησιμοποιούνται παρά μόνον όταν υπάρχει νεκρός στο χωριό και πυροβολούν για να διώξουν το πνεύμα του πεθαμένου, επειδή θεωρείται κακόβουλη η παρουσία του. Aπό τις γυναίκες των φυλών που ζουν στους λόφους, ιδιαίτερη εντύπωση προκαλούν οι γυναίκες Παλαούνγκ που φορούν γύρω από τον λαιμό και στις αρθρώσεις τους δαχτυλίδια φτιαγμένα από μπρούντζινες σπείρες που έχουν συνολικό βάρος περίπου 20 κιλά. Aπό την παιδική τους ηλικία, ο λαιμός των κοριτσιών διατηρείται μονίμως τεντωμένος με πέντε κρίκους στην αρχή, αλλά μέχρι να φτάσουν στην ενηλικίωση, οι κρίκοι γίνονται 21 έως 25. Aν και φορτωμένες με όλο αυτό το βάρος, οι γυναίκες σκάβουν στα χωράφια, μεταφέρουν νερό για το σπίτι και διανύουν μεγάλες αποστάσεις με τα πόδια. H μόδα του περιλαίμιου δεν φαίνεται να βλάπτει την υγεία των γυναικών αυτών και πολλές φτάνουν σε μεγάλη ηλικία, αφού γεννήσουν οκτώ και δέκα παιδιά. Oι Παλαούνγκ, που ασχολούνται ουσιαστικά με τη γεωργία, επιδίδονται στη βαμβακοκαλλιέργεια. Oι χοροί των Παλαούνγκ συνοδεύονται από ήχους κυμβάλων και γκονγκ και οι κινήσεις τους, καθορισμένες όπως είναι από τη δυσκινησία που επιβάλλουν στις γυναίκες τα περιδέραια, είναι περιορισμένες σε μικρά πλάγια βήματα και σε έναν ελαφρύ κυματισμό του κορμιού τους. Στα Β του εδάφους όπου κατοικούν οι Παλαούνγκ ζουν οι Mπρε, η περιοχή των οποίων έχει χαρακτηριστικά διαφορετικά από την περιοχή των Παλαούνγκ. Oι κάτοικοι φορούν κοντά παντελόνια με άσπρες και κόκκινες ρίγες, ενώ ένα είδος σεντονιού από ακατέργαστο βαμβάκι τους χρησιμεύει ως πανωφόρι. Oι γυναίκες φορούν μπρούντζινα σπειροειδή ελατήρια τυλιγμένα από τον αστράγαλο μέχρι το γόνατο και πάνω από αυτό μέχρι τη μέση του μηρού. Γύρω από τον λαιμό τους μεγάλοι κρίκοι από το ίδιο το μέταλλο, καθώς και τεράστιοι κύλινδροι περασμένοι στους λοβούς των αυτιών, συμπληρώνουν την αμφίεση. Άντρες και γυναίκες βάφουν τα δόντια τους μαύρα, χρησιμοποιώντας γι’ αυτόν τον σκοπό ειδικά φύλλα αναμεμειγμένα με χυμό κίτρου. Tο βάψιμο των δοντιών είναι για τους Mπρε καθαρά τελετουργικό. Όλα τα παιδιά του χωριού, που έχουν συμπληρώσει τα δέκα τους χρόνια, οδηγούνται με τη δύση του ηλίου σε ένα απομονωμένο μικρό δάσος και, στη διάρκεια μιας ολόκληρης νύχτας, οφείλουν να μασούν τα ειδικά φύλλα, κρατώντας τα μάτια τους κλειστά. Πιστεύεται πως αν στη διάρκεια της νυχτερινής τελετής τα παιδιά ανοίξουν τα μάτια τους, τα δόντια τους παίρνουν το χρώμα του πρώτου πράγματος που θα αντικρίσουν. Γι’ αυτόν τον λόγο η τελετή γίνεται στη ζούγκλα και όχι στο χωριό. Νέοι βουδιστές μοναχοί με τις χαρακτηριστικές ενδυμασίες τους στη Μυανμάρ. Γυναίκες της φυλής Παλαούνγκ, με τα χαρακτηριστικά περιλαίμια και περικνήμια από κρίκους, των οποίων η προέλευση προέρχεται από την ανάγκη να προστατευτούν από τις επιθέσεις των τίγρεων που κάποτε μάστιζαν την περιοχή. Βουδιστές μοναχοί στη λίμνη Ίνλε της Μυανμάρ, κατά τη διάρκεια της σαρακοστής των Βουδιστών. Με τη στρατιωτική κυβέρνηση ο βουδισμός δεν αποτελεί θρησκεία της Μυανμάρ, αλλά παραμένει στοιχείο της πολιτικής και πνευματικής ζωής της χώρας. Πιστοί προσεύχονται μπροστά σε βουδιστικό ναό στην Ραγκούν, την πρωτεύουσα του Μυανμάρ. Η είσοδος επιτρέπεται μόνο σε άντρες. Εντυπωσιακή παγόδα στη Ρανγκούν, πρωτεύουσα της Μυανμάρ. Ο ναός Ανάντα, στην ιερή πόλη Παγκάν της Μυανμάρ, αφιερωμένος στον Βούδα? οι περισσότεροι ναοί στην περιοχή χρονολογούνται από τον 10ο αι. Άγαλμα του Βούδα στη στούπα Σουενταγκόν στη Ρανγκούν, πρωτεύουσα της Μυανμάρ. Ο δικτάτορας στρατηγός Νε Ουίν. Μεταφορά μπαμπού στον ποταμό Πεγκού, που αποτελεί υλικό ευρείας χρήσης στη Μυανμάρ. Η αλιεία είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένη στην Μυανμάρ και αποτελέι λύση στις διατροφικές ανάγκες του πληθυσμού. Ένα αλιευτικό καταφτάνει στο λιμάνι. Η αλιεία είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένη χάρη στον τεράστιο θαλάσσιο πλούτο της περιοχής. Κατοικίες σε πασσάλους, λόγω των συχνών πλημμύρων, στη Μυανμάρ. Εικόνα από την αγροτική ζωή στο νότιο τμήμα της Μυανμάρ. Τυπική κατοικία στην Ταουντζούι της Μυανμάρ. Δρόμος στη Ρανγκούν, πρωτεύουσα της Μυανμάρ, με την παγόδα Σουέ Νταγκόν, ιερό τόπο του βουδισμού. Γυναίκες της φυλής Παντάουνγκ, στολισμένες με μπρούτζινους κρίκους. Γυναίκες της Μυανμάρ κουβαλούν τούβλα σε οικοδομή της Ρανγκούν, πρωτεύουσας της χώρας. Οι βάρκες αποτελούν το σημαντικότερο μέσο μετακίνησης του πληθυσμού στη Μυανμάρ. Πενήντα χιλιάδες χωρικοί απομακρύνθηκαν απότις κατοικίες τους, σε περιοχές που καλλιεργείτο όπιο, στα πλαίσια σχεδίου για την μείωση της παραγωγής ηρωίνης. Επίσημη ονομασία: Ένωση της Μυανμάρ Παλαιότερες ονομασίες: Βιρμανία / Μπάρμα Έκταση: 678.500 τ. χλμ. Πληθυσμός: 42.238.224 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ρανγκούν (3.873.000 κάτ. το 1995) Μία από τις εσωτερικές παγόδες της Σουενταγκόν στη Ρανγκούν, πρωτεύουσα της Μυανμάρ? αποτελείται από μία μεγάλη στούπα καλυμμένη με φύλλα χρυσού και περιτριγυρισμένη από μικρότερες, στολισμένες με πολυτελή διακόσμηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… …   Dictionary of Greek

  • Ιραουάντι — (Irrawaddy). Ποταμός (2.010 χλμ.) της νοτιοανατολικής Ασίας, ο σπουδαιότερος της Μυανμάρ, με λεκάνη απορροής 409.000 τ. χλμ. Αρχικά πηγάζει από το όρος Μγιτκίνα (Myitkyina), από τη συμβολή του Μάλι Χκα με τον Νμάι Χκα, οι οποίοι έχουν τις πηγές… …   Dictionary of Greek

  • Μπανγκλαντές — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Δ, Β και Α με την Ινδία και ΝΑ με τη Μυανμάρ. Βρέχεται Ν από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Tο Μ. ανέκτησε την ανεξαρτησία του το 1971. Αντιστοιχεί στην πρώην ανατολική επαρχία του Πακιστάν, από την οποία αποσπάστηκε… …   Dictionary of Greek

  • λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • μαλάκα — (Malacca). Χερσόνησος (μήκος 1.120 χλμ.) της Μαλαισίας. Πρόκειται για μια μακριά και στενή γλώσσα γης της νοτιοανατολικής Ασίας, που καταλαμβάνει έκταση περίπου 200.000 χλμ. Εκτείνεται ανάμεσα στη θάλασσα των Aνταμάν, στον κόλπο του Σιάμ… …   Dictionary of Greek

  • μαλακά — (Malacca). Χερσόνησος (μήκος 1.120 χλμ.) της Μαλαισίας. Πρόκειται για μια μακριά και στενή γλώσσα γης της νοτιοανατολικής Ασίας, που καταλαμβάνει έκταση περίπου 200.000 χλμ. Εκτείνεται ανάμεσα στη θάλασσα των Aνταμάν, στον κόλπο του Σιάμ… …   Dictionary of Greek

  • γαβιάλης του Γάγγη — (gavialis gangeticus). Κροκοδειλοειδές της οικογένειας των γαβιαλιδών. Το μήκος του σώματος των αρσενικών μπορεί να περάσει τα 7 μ. Ο τράχηλος και η ράχη του σκεπάζονται με πλατιές φολίδες, που ενισχύονται από κάτω με οστέινες πλάκες δερμικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”